Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Πάμε γλώσσα, να πούμε;

Θεοδόσης Π. Τάσιος* 
3/12/2000, Το Βήμα

Οι ιδιοτυπίες του συρμού αγγίζουν τα όρια της επιδημίας, με κύρια αίτια τον μιμητισμό της αγγλικής γλώσσας και την ανεπάρκεια της σχολικής γραμματικής.

Οι γλωσσολόγοι επιμένουν: «Μην παρεμβαίνετε στη γλώσσα. Περιγράψτε-την μόνο και αναλύστε-την». Και καλά κάνουν: Θέλουν ακριβώς να θυμίσουν στους επιστήμονες του ευκλεούς αυτού κλάδου ότι η επιστήμη δέν δικαιούται να προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις. Ορθώς. Ετούτο όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι ολόκληρη η κοινωνία θα αποφεύγει κάθε αξιολογική ανάλυση και κρίση. Τέτοιος αυτοευνουχισμός θα ταίριαζε μόνο στη φαντασία ποστομοντέρνων. Έτσι (και επειδή τα γλωσσικά φαινόμενα είναι καθρέφτης ιδεών, αξιών και στάσεων ζωής), έχομε καθήκον νομίζω να τα παρατηρούμε και να αποπειρώμαστε να τα αποκρυπτογραφήσουμε. Αν μπορούμε, δηλαδή: Διότι καμμιά φορά στον καθρέφτη αυτόν ενδέχεται να βλέπομε μόνο το δικό μας είδωλο. Λοιπόν, σ' αυτό εδώ το σημείωμα θα ήθελα να θυμίσω μερικές γλωσσικές ιδιοτυπίες του συρμού, των οποίων θα αποπειραθώ να υποδηλώσω πιθανές γενεσιουργούς αιτίες, σημαντικότερες απ' ό,τι συνήθως υποθέτομε. Ο ψυχολογικός μηχανισμός «μίμηση» είναι πράγματι θεμελιώδης για την οικοδόμηση του Είναι. Μηδέν άγαν όμως ­ «το πολύ της μιμήσεως αποξενοί». Έτσι και στη γλώσσα, παρατηρώντας την ευκολία και τη συχνότητα του μιμητισμού, μπορούμε να «μετρήσουμε» την αυτάρκεια, το βάθος και την ίδια την αντοχή μας. Λοιπόν, ο πρώτος συρμός βαρύς είναι η αγγλική: Διαβάστε πρώτον ορισμένα συμπαθή ένθετα εφημερίδων («στις prestigeous γκαλερί χρηστικού design με τους γκλαμ κοσμικούς»), για να θαυμάσετε την απέραντη αντοχή των παππούδων μας που δέν τουρκέψαν ούτε σε τετρακόσια χρόνια ­ κι εμείς αγγλέψαμε σε σαράντα χρόνια (μόνον). Τα αγγλικά όμως εισβάλλουν κι απ' την πίσω πόρτα (όπερ προσβλητικότερον): «Ελα να με βοηθήσης με τη βαλίτσα» ­ αντί βόηθα να σηκώσω τη βαλίτσα». Εδώ, έχομε έναν μιμητισμό κατινίστικον: Καμμιά απολύτως εκφραστική ανάγκη δέν επιβάλλει την αντιγραφή του «help with». Ανάλογον σουσουδισμό (ουχί εξ ανάγκης) συνιστά και η χρήση του επιθέτου «δραματικός» ως επιτατικού ­ αντί του «δραστικός». Το δράμα μας δηλαδή... Αλλο θέμα, βέβαια, είναι η ορολογία η οποία πρωτοπαράγεται κατα 90% στα αγγλικά και εισάγεται χύμα στις άλλες γλώσσες ­ άν δέν προλάβουν (ως οφείλουν) οι οικείοι επιστήμονες να τη μεταγλωττίσουν. Μια άλλη συρμική συνήθεια που εγγίζει τα όρια επιδημίας είναι η σταδιακή κατάργηση των άρθρων. Κι όχι μόνον στις φράσεις που δηλώνουν συχνή μετάβαση («εγώ πάω Πειραιά κάθε μέρα»), αλλά παντού: «Είδαμε Νομάρχη κι ερχόμαστε χωριό». Οχι, δέν πρόκειται για τηλεγράφημα του τσιγκούνη. Είναι μάλλον η φτηνιάρικη επιθυμία της... πρωτοτυπίας, τρομάρα μας. ‘Υστερα, καθώς βραδέως στεριώνει η δημοκρατία στην τλήμονα πατρίδα-μας, εύλογο είναι να χαλαρώσουν κι οι τυποποιημένες φόρμες ευγενείας («δούλος-σας», «καταγοητευμένος», «εις το επανιδείν»). Αλλά κι εκείνο το γενικευμένο «γειά χαρά» (αντί για το ουσιωδέστερο «χαίρετε»), υποδηλώνει έναν βαθμό οικειότητας, μονομερώς (άρα αγενώς) επιβαλλόμενης απ' τον πάσα έναν στον πάσα άλλον. Ετούτο είναι ίσως κατάλοιπο μιας παλαιότερης επονείδιστης σύστασης προς διδασκάλους «να μην αφήνουν τα παιδιά να συνηθίζουν σε γλώσσα κυριλέ» (sic). Αφήνω την αφελέστατη γενναιοδωρία της κάθε πωλήτριας που, όταν της λένε ένα «ευχαριστώ» (αντί να σ' ευχαριστήσει εκείνη δηλαδή), σας απαντάει «τίποτα!». Ετούτα δέν είναι γλωσσικά ολισθήματα, είναι εκφραστικές ανακρίβειες θα μου πείτε. Αντίθετα, βλέπω με πολλήν κατανόηση την ευγενική κατάχρηση των υποκοριστικών σε ορισμένους άλλους επαγγελματικούς χώρους. Π.χ., στο βιοχημείο όπου σου παίρνουν αίμα: «Βάλτε το χεράκι εδώ, σφίγξτε τη γροθίτσα, να πάρωμε το αιματάκι». Ή και στο γραφείο ταξιδίων: «Πόσες θεσούλες θέλουμε;». Συμπαθές. Πράγμα που δέν συμβαίνει με την ακατάσχετη χρήση του «προβλήματος»: «Δέν έχω πρόβλημα» (δηλ. ευχαρίστως), «έχει πρόβλημα ο άνθρωπος» (δηλ. τί δυσάρεστος που είναι), «έχεις πρόβλημα;» (δηλ. βρίσκεις δυσκολία;). Η αποθέωση της στερεοτυπικής πολυσημίας ­ αντιγραφή της αγγλικής σαχλολογίας κι αυτή... Προβλήματα, μιλάμε! Κι έρχομαι ακριβώς, στο τελευταίο (και ξεκαρδιστικότερο σύμπτωμα, το... μιλητό: «Μιλάμε για πολύ μόδα. Άντρες και γυναίκες, μιλάμε. Μιλάμε, τρελλάθηκα».Αν έχετε διάθεση για διάγνωση, θα διαπιστώσετε εδώ μιαν ακυριολεξία κατ' εξακολούθηση: Το ωραίο ρήμα της συντροφικότητας (ομιλίας) υποκαθιστά το «αναφέρομαι», το «εννοώ», το «διευκρινίζω» ­ και τράβα κορδέλα. Και το βρίσκετε στο στόμα μεγάλου πλήθους, και σε κάμποσα χρηστικά επίπεδα. Δέν αμφισβητώ τη «ζωντάνια» αυτής της (αν)εκφραστικής καινολογίας ­ κι οι καρπαζιές ζωντάνια δείχνουνε. Την άμβλυνση της χρωματικής ευστοχίας του λόγου επισημαίνω. (Δέν χάθηκε όμως κι ο κόσμος, θα μου πείτε).
‘Ολα τούτα πάντως είναι πταίσματα μπροστά στο κακό που συσσωρεύεται συνεχώς απ' την καλούμενη «σχολική γραμματική». Εδώ και δέκα χρόνια επιμένω οτι οι ρυθμιστικές γραμματικές δέν είναι μονοπώλιο των Ειδικών. Δουλειά των Ειδικών είναι οι περιγραφικές γραμματικές. Αντιθέτως, τα εθνικά κανονιστικά κείμενα απαιτούν μακρόχρονες και λεπτομερείς διαδικασίες, με αντιπροσωπευτικές-συντακτικές γραμματείες και σώματα γνωμοδότησης και ψηφοφορίας από χρήστες, με πρόσθετες μετρήσεις δεδομένων, με σταδιακές δοκιμαστικές εφαρμογές και ανάδραση ­ όπως γίνεται ακόμη και για τα ευτελέστερα των αγαθών του βίου (βλ. και επιφυλλίδες μου στο «Βήμα», τους πέντε τελευταίους μήνες του 1995). Ετούτο το «ζυγηθήτε και στοιχηθήτε» της σχολικής γραμματικής με τη «νυ-φοβία» της και την μονόχορδη προτίμησή-της στο χρηστικό επίπεδο της καθημερινότητας, ήρθε λέω η ώρα να το αμφισβητήσουμε. Σε δέκα χρόνια από σήμερα, ο επιστημονικός λόγος θα κυριαρχεί όλων των χρηστικών κατηγοριών του λόγου, κι η ανάγκη για απόλυτη ακριβολογία, κυριολεξία και χρωματική ικανότητα θα είναι καραμπινάτη. Αλλες λοιπόν κανονιστικές διατάξεις απαιτούνται για τη γλωσσική βελτιστοποίηση.
Αυτά, και «άιντε μπάυ» (τουρκοαγγλικόν υβρίδιον αθηναϊκού ραδιοφωνικού σταθμού)!
* Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου