1.6. Η Ρώμη μαθαίνει ελληνικά
Η θετική πλευρά αυτής της ιστορίας ήταν ότι το «παιχνίδι του κλεμμένου θησαυρού» επέτρεψε στους κατοίκους της Ρώμης να δουν από κοντά αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Πολύ γρήγορα η Ρώμη γέμισε από ιδιωτικές «γκαλερί» με ελληνικά εκθέματα, ενώ πολλά από αυτά τα έργα τοποθετήθηκαν και σε δημόσιους χώρους. Το σημαντικότερο ήταν, όμως, ότι οι ελληνικοί θησαυροί ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το φιλελληνικό ρεύμα στη Ρώμη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της τέχνης από ντόπιους καλλιτέχνες. Ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων τόσο από την κυρίως Ελλάδα όσο και από την ελληνόφωνη ανατολική Μεσόγειο άρχισαν να συρρέουν στην πρωτεύουσα της Ιταλίας. Τι ζητούσαν εκεί όλοι αυτοί;
Οτιδήποτε καλό έβλεπαν οι προγονοί μας σε ξένους λαούς, εχθρούς ή
συμμάχους, το υιοθετούσαν αμέσως με μεγάλη προθυμία· προτιμούσαν να μιμούνται
παρά να φθονούν τα καλά πράγματα.
Σαλλούστιος, ρωμαίος
ιστορικός
Η αλήθεια είναι ότι
ορισμένοι πήγαν εκεί όχι επειδή το επιθυμούσαν οι ίδιοι αλλά επειδή τους
ανάγκασαν οι Ρωμαίοι. Θύματα τέτοιας αναγκαστικής μετανάστευσης ήταν συνήθως
άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι έκαναν εισαγωγές
καθηγητών, καθένας για λογαριασμό του βέβαια. Έτσι, πολλοί νικηφόροι στρατηγοί
έφεραν από την Ελλάδα και από άλλα σημεία του ελληνόφωνου πολιτισμικού χώρου
αιχμαλώτους πολέμου και τους ανέθεσαν να κάνουν στα παιδιά τους «ιδιαίτερα
μαθήματα» - ανάμεσα στα οποία σημαντικότατη θέση είχε η εκμάθηση μιας ξένης
γλώσσας. Και η μόνη ξένη γλώσσα στην οποία άξιζε να πάρεις το «προφίσιενσι»
εκείνο τον καιρό ήταν τα ελληνικά. Έτσι, εκτός από το πλιάτσικο οι Ρωμαίοι
επινόησαν και έναν άλλο τρόπο για να φέρουν την Ελλάδα στη Ρώμη: την απαγωγή.
Πολλοί άλλοι όμως πήγαιναν με τη θέλησή τους: μερικοί, όπως οι γιατροί, για να
ασκήσουν την τέχνη τους, άλλοι για να προωθήσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα,
και άλλοι, όπως οι διάφοροι φιλόσοφοι, για να διδάξουν όσα πίστευαν· και αφού
οι Ρωμαίοι δεν είχαν αναπτύξει δικές τους φιλοσοφικές σπουδές, τα φιλοσοφικά
φροντιστήρια που άνοιγαν οι έλληνες διανοούμενοι είχαν συνήθως πολλή πελατεία
και μεγάλες ουρές.
Ωστόσο, η παρουσία
τους στη Ρώμη προκάλεσε πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους πιο παραδοσιακούς
Ρωμαίους. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε απλώς έκφραση δυσπιστίας, άλλες φορές
όμως οι ρωμαϊκές αρχές τούς αφαίρεσαν την «άδεια διδασκαλίας» και τους έδιωξαν
από την πόλη, προφανώς επειδή πίστευαν ότι τα μαθήματά τους δεν έκαναν καλό στη
ρωμαϊκή νεολαία και έρχονταν σε σύγκρουση με τα πατροπαράδοτα ρωμαϊκά ήθη.
Τέτοιες δυσπιστίες παρατηρούνται συχνά όταν ένας λαός με απλούστερη μορφή
πολιτισμικής οργάνωσης συναντηθεί με πιο σύνθετους και προχωρημένους
πολιτισμούς.
Δεν έφταιγε όμως
μόνο η παραδοσιακή επιφυλακτικότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι μετανάστες από
την ελληνόφωνη Ανατολή και την Ελλάδα δεν ήταν μόνο γιατροί που είχαν πάρει τον
ιπποκρατικό όρκο αλλά και κομπογιαννίτες χωρίς σύνορα· δεν ήταν μόνο
εμπνευσμένοι καλλιτέχνες αλλά και «αρτίστες» που ανήκαν στον χώρο του
υποκόσμου· δεν ήταν μόνο ήσυχοι μετανάστες που έκαναν τίμια τη δουλειά τους
αλλά και πεινασμένοι απατεώνες που ήταν έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για την
επιβίωσή τους· δεν ήταν μόνο κάθε είδους επαγγελματίες αλλά και κάθε λογής
τσαρλατάνοι.
Αυτό όμως που
ερέθιζε περισσότερο όσους νοιάζονταν για τα παραδοσιακά ήθη της ρωμαϊκής
κοινωνίας ήταν οι ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο ζωής και διασκέδασης που
προκαλούσε η ελληνική επίδραση. Ξαφνικά η Ρώμη έμαθε να διασκεδάζει με
ελληνικού τύπου συμπόσια, να συχνάζει σε θεατρικές παραστάσεις και σε
λογοτεχνικά σαλόνια, να ενδιαφέρεται για γαστρονομία, για υψηλή ραπτική και για
καλλυντικά - γενικά να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο σε πράγματα που στο
παρελθόν ήταν άγνωστα ή θεωρούνταν αταίριαστα με τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η
βιομηχανία του θεάματος και της ψυχαγωγίας είχαν ελληνική σφραγίδα και ελληνική
ορολογία. Ό,τι συμβαίνει σήμερα με τα αγγλικά συνέβαινε τότε στη Ρώμη με τα
ελληνικά· γιατί ακόμη και απλοί άνθρωποι, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση,
χρησιμοποιούσαν ένα σωρό ελληνικές λέξεις για να αναφερθούν στο καινούργιο
σκηνικό που έκανε τη Ρώμη του γερο-Κάτωνα να αισθάνεται και να μιλάει ελληνικά.
Αλλά ο γερο-Κάτωνας
αντιστεκόταν. Για τους Έλληνες σπανίως είχε καλό λόγο, και για τους έλληνες
γιατρούς που ασκούσαν το επάγγελμά τους στη Ρώμη ήταν βέβαιος για ένα πράγμα:
ότι είχαν ορκιστεί και συνωμοτήσει να ξεκάνουν τη ρωμαϊκή φύτρα. Ενώ ο κόσμος
γύρω του βούιζε από ελληνικά, εκείνος αρνιόταν να τα μάθει· και όταν με τον
καιρό κατάλαβε ότι πάλευε μάταια ενάντια σε μια νέα τάξη πραγμάτων που δεν
γινόταν πια να αλλάξει, τότε σε βαθιά γεράματα καταπιάστηκε να μάθει αυτό που
για χρόνια περιφρονούσε και φοβόταν μαζί. Πριν πεθάνει θα είχε καταλάβει
σίγουρα ότι όσα είχε γράψει παλιότερα για τους «καλούς νοικοκυραίους» θα
μάζευαν τώρα σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι νέες ρωμαϊκές γενιές από δω
και πέρα θα αναζητούσαν την πνευματική τους προκοπή, την κουλτούρα της
καθημερινής ζωής, την αισθητική τους, την κοινωνικότητά τους, αλλά και τις
ασωτείες και τις υπερβολές τους, στο ελληνικό παράδειγμα. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα
έγινε ουσιαστικά ρωμαϊκή επαρχία· αλλά ποιος μπορούσε να προβλέψει ότι μέσα
στις επόμενες δεκαετίες η κοσμοκράτειρα Ρώμη θα γινόταν ελληνική πόλη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου