Οι ελληνικές αρχαιογνωσίες
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 3/11/2013, ΤΟ ΒΗΜΑ, Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής
Κάποτε στη Γερμανία δεν μπορούσες να διεκδικήσεις
διαπιστευτήρια διανοουμένου αν δεν έπαιρνες μέρος στη διαμάχη περί το ομηρικό
ζήτημα· και κάποτε οι επιφανέστεροι αξιωματούχοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας
διέθεταν κατά προτίμησιν «Proficiency» στις κλασικές γλώσσες, τουτέστιν στα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά. Αν
αυτά ήταν μεγαλεία, σήμερα είναι περασμένα, και τα δάκρυα περιττεύουν. Δεν
περιττεύει ωστόσο η ανάγκη να συζητήσουμε με νηφάλιο, πληροφορημένο και
γνωσιολογικά έγκυρο τρόπο τη σημασία της αρχαιογνωσίας σήμερα, τόσο για το
λεγόμενο «ευρύτερο μορφωμένο κοινό» όσο, βέβαια, και για τη θεσμική εκπαίδευση.
Τέτοια συζήτηση έχει δρομολογηθεί από καιρό σε χώρες όπου η «κλασική» συνιστώσα
του εκπαιδευτικού προγράμματος, παραδοσιακά ρωμαλέα, αντιμετωπίζει τώρα
αναμενόμενες πιέσεις και προκλήσεις είτε από την προέλαση νεοπαγών γνωστικών
αντικειμένων είτε από τις προτεραιότητες μιας νέας τάξης πραγμάτων που θέλει τη
γνώση-έρευνα άμεσα και πρακτικά εξαργυρώσιμη και απτά παραγωγική. Στο νέο αυτό
περιβάλλον τα αρχαιογνωστικά αντικείμενα στην καλύτερη περίπτωση θεωρούνται
υπερβολικά «βραδείας αποδεσμεύσεως» για να μπορούν να είναι μετρήσιμα μέσα στις
επιβαλλόμενες προθεσμίες και στη χειρότερη περίπτωση υποβάλλονται σε σκαιό
«κούρεμα».
Ασφαλώς, ανάλογες συζητήσεις αναφλέγονται κατά καιρούς και παρ' ημίν. Το επίπεδό τους ποικίλλει και είναι άμεσα συναρτημένο με τους παράγοντες (ιδιοσυγκρασιακούς, ιδεολογικούς, πολιτισμικούς) που εμπλέκονται, αλλά το ζήτημα εμφανίζει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά στη χώρα μας, κυρίως επειδή εδώ τείνουμε να διεκδικούμε υψηλότερη «κληρονομικότητα» και προνομιακό «έννομο συμφέρον». Αυτό δεν είναι ούτε κατ' αρχήν ούτε αναγκαστικά άτοπο - ή μάλλον δεν θα ήταν αν, πρώτον, η συζήτηση γινόταν από γνήσιους και πληροφορημένους αρχαιογνώστες και αν, δεύτερον, το καύχημα της κληρονομικότητας και η προβολή του έννομου συμφέροντος ήταν καλύτερα και περισσότερο συντονισμένα με την «πειθαρχία» της αρχαιογνωσίας ως ακμαίου και αεί εξελισσόμενου ερευνητικού κλάδου σε διεθνή κλίμακα. Ατυχώς, τούτο δεν συμβαίνει, και παρ' όλο που δεν συμβαίνει, ή, μάλλον, ακριβώς επειδή δεν συμβαίνει, διαθέτουμε την ανάδελφη διάκριση των «πολλαπλών αρχαιογνωσιών».
Ακαδημαϊκή αρχαιογνωσία: Πρόκειται για πανεπιστημιακή και σπουδαστηριακή καλλιέργεια, κυρίως με εισαγόμενους σπόρους και φυτά. Οι επιδόσεις της αποτυπώνονται σε εξειδικευμένες δημοσιεύσεις και όταν διεκδικούν σοβαρά ποσοστά ερευνητικής ή ερμηνευτικής πρωτοτυπίας είναι προσανατολισμένες στη διεθνή αρχαιογνωστική κοινότητα και μιλούν μιαν από τις λεγόμενες «ισχυρές» γλώσσες, σήμερα με αύξουσα συχνότητα την αγγλική. Η «σοφία» τους σπανίως, αν ποτέ, εμφανίζει πραγματική και ωφέλιμη ώσμωση με τον ευρύτερα κυκλοφορούντα αρχαιογνωστικό λόγο. Παρά την προφανή, και ευπρόσδεκτη, διεθνοποίηση των κλασικών σπουδών, θα θέλαμε να δούμε μια σοβαρή αρχαιογνωστική «σχολή σκέψης» με ελληνικό πρόσημο και ήθος, αλλά θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να πούμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει. Η παράπλευρη ζημιά από αυτήν την τάξη πραγμάτων είναι ότι πρωτότυπα αρχαιογνωστικά δημοσιεύματα στα ελληνικά είτε σπανίζουν είτε δεν είναι αρκετά πρωτότυπα, και πάντως σπανίως δέχονται σοβαρό κριτικό έλεγχο, που είναι ο κινητήρας της ερευνητικής υπευθυνότητας.
Πατριωτική αρχαιογνωσία: Εδώ υπάρχουν υποκατηγορίες. Στην καλύτερη εκδοχή της η πατριωτική αρχαιογνωσία διακινείται από λιγότερο ή περισσότερο «διαβασμένους» που είναι, ωστόσο, ευεπίφοροι στην αντίληψη ότι η (ελληνική) Αρχαιότητα δεν αποτελεί δυναμικό ερευνητικό πεδίο όπου διακυβεύεται, κάθε φορά με νέους ιστορικούς όρους, η διαλεκτική παρελθόντος και παρόντος ή συνέχειας και ασυνέχειας, αλλά αμετακίνητο σημείο υποδειγματικής αναφοράς. Η αντίληψη αυτή δύσκολα αφήνει χώρο στην αυθεντική ερευνητική εγρήγορση και συχνότερα διολισθαίνει στον αρχαιογνωστικό τοτεμισμό. Είναι αυτονόητο ότι αυτό το είδος αρχαιογνωσίας στην πράξη, αν όχι και στη θεωρία, ξεχνάει την κλασική συνωρίδα Ελλάδας - Ρώμης και ποντάρει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο ελληνικό άλογο. Στην πιο εύπεπτη εκδοχή της, η πατριωτική αρχαιογνωσία διαπρέπει σε στατιστικές μελέτες και μετρήσεις, και ιχνηλατεί το αφειδές λεξιλογικό αποτύπωμα της ελληνικής στον παγκόσμιο γλωσσικό άτλαντα. Η διαχρονική ελληνική ως ΔΓΤ (Διεθνές Γλωσσικό Ταμείο) που δανείζει γενναιόδωρα στις αναγκεμένες λαλιές της οικουμένης είναι, στον βαθμό που είναι, μια πραγματικότητα που δεν έχει κανείς λόγο ή όρεξη να αμφισβητήσει, αλλά η συνεχής λιτάνευση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί περισσότερο φορμαλιστική αυταρέσκεια (ίσως και μια «πολιτισμένη εκδίκηση» για τα άλλα μας δάνεια από το «άλλο» Ταμείο) παρά ουσιαστική και χρήσιμη αρχαιογνωσία.
Πολιτική αρχαιογνωσία: Διαπλέκεται συχνά με την προηγούμενη, αλλά είναι συνήθως πολύ ευκαιριακή και «λάιτ». Ενδέχεται να κάνει φευγαλέες επετειακές εμφανίσεις, δεν την ευνοεί γενικώς το παρόν κλίμα ψυχαναγκαστικής οικονομολογίας και δεν θα τη σχολιάζαμε αν πρόσφατα στο Κοινοβούλιο δεν είχαν τοιχοκολληθεί οι νεκρολογίες για τα Αρχαία Ελληνικά και, πολύ περισσότερο ασφαλώς, για τα «οθνεία» Λατινικά. Αλλά στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε εν καιρώ.
Κιτς αρχαιογνωσία: Εδώ ο όρος «αρχαιογνωσία» είναι προφανώς καταχρηστικός και, όπως θα έλεγαν και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας, περνάμε σε εντελώς διαφορετικό «είδος». Δεν είναι καινούργιο, γνώρισε κάποια άνθηση στο Απριλιανό περιβόλι με πλαστικές «φαντασμαγορίες» αλήστου γούστου και επανέκαμψε στην επικαιρότητα με την ευγενή χορηγία του πολιτιστικού τομέα της Χρυσής Αυγής. Δεν επιθυμούμε να συνδέσουμε άμεσα τέτοιες φαιδρές εκτροπές με την καλοπροαίρετη πτέρυγα της πατριωτικής αρχαιογνωσίας, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις ελλοχεύει ένα «μελό» εσωτερικής στόχευσης και κατανάλωσης.
Η μελέτη και έρευνα του κλασικού κόσμου στο ελληνορωμαϊκό συνολό του αποτελεί την «αρχαιολογία» της πολιτισμικής αυτογνωσίας της Δύσης. Και είτε ως εκπαιδευτικό αγαθό είτε ως ευρύτερη συμβολή στην καλλιέργεια της ιστορικής μας νοημοσύνης, έχουμε την υποχρέωση να τη συζητήσουμε με σοβαρότητα. Πρόκειται όχι για μνημείο αλλά για ζώσα παρακαταθήκη και παγκόσμια κληρονομιά. Κανείς δεν θα μας μεμφθεί για εκείνην την ιδιαίτερη αίσθηση «έννομου συμφέροντος», αλλά και δεν θα ωφεληθούμε πραγματικά από την παιδευτική, με την ευρύτερη δυνατή σημασία, αξία της κλασικής παράδοσης αν συνεχίσουμε να συνδυάζουμε λειψή γνώση και εξαπλουστευμένη πατριωτική αρχαιογνωσία. Εννοείται ότι η ευθύνη (με τη μορφή υπεύθυνης εξωστρέφειας) να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση ανήκει και στους ενοίκους των ακαδημαϊκών σπουδαστηρίων. Και τότε μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε ότι το κιτς, μαζί με τις άλλες παρενέργειες, θα εκλείψουν φυσιολογικά.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου