Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

"Η ηθική του πολέμου" για την έκφραση-έκθεση της Γ' Λυκείου

Βώκος Γεράσιμος


Η ηθική του πολέμου
* Τι συμβαίνει όταν πάψουμε να θεωρούμε οπωσδήποτε τον πόλεμο εργαλείο της πολιτικής; Οταν δηλαδή υποθέσουμε ότι ο πόλεμος δεν είναι μέσο στη διάθεση των κυβερνήσεων για να επιβάλλουν την πολιτική που θεωρούν σωστή, αλλά αυτόνομη δύναμη, με τους νόμους και την αυθορμησία της;
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  28/10/2001 00:00

Ο φόβος του πολέμου γεννιόταν κάθε φορά που ένας Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωνε. Υπήρχε εν σπέρματι μέσα στο ίδιο το τέλος του πολέμου και ανατροφοδοτούνταν από τις τραυματικές μνήμες των ανθρώπων. Στην περίπτωση του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου ο φόβος αυτός παρέμεινε ζωντανός μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα που τον ακολούθησε αλλά φάνηκε να υποχωρεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ξαφνικά, όμως, ύστερα από μια περίοδο γενικού εφησυχασμού, τουλάχιστον για τις δυτικές δημοκρατίες, η πιθανότητα ενός νέου Μεγάλου Πολέμου φαντάζει επικίνδυνα πραγματική. Το ερώτημα για το αν θα γίνει ένας Γ´ Παγκόσμιος Πόλεμος μοιάζει τώρα να διατυπώνεται διαφορετικά: Πότε θα γίνει. 
Είναι τουλάχιστον παράξενο ότι σε μια εποχή που οι μεγάλες και ευδιάκριτες ιδεολογικές αντιθέσεις που διαιρούσαν τον κόσμο έμοιαζαν να έχουν υποχωρήσει, παραχωρώντας τη θέση τους στην κοινή προσπάθεια για «ευμάρεια και ευημερία», ο πόλεμος, που αρνείται να πει καθαρά το όνομά του, εγκαταστάθηκε για τα καλά στο κέντρο της ζωής και της σκέψης μας. Ο απρόσκλητος αυτός επισκέπτης έσπασε την πόρτα με μια κλωτσιά και μπήκε στα σπίτια μας με εκκωφαντικό θόρυβο, σκασμένος στα γέλια με τις επίμονες ψευδαισθήσεις εκείνων που πίστευαν ότι είχε φτάσει πια η στιγμή για τους ανθρώπους να λύσουν τις διαφορές μεταξύ τους συζητώντας στην αγορά. Αν ο Καντ, προς το τέλος της ζωής του, μας καλούσε να ενηλικιωθούμε ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να ωριμάσουμε και να ζήσουμε στο φως της λογικής, ο κανόνας του φαίνεται σήμερα σαν κατάλοιπο μιας πολύ μακρινής εποχής, την οποία μπορούμε να αναπολούμε αλλά η οποία σήμερα έχει οριστικά παρέλθει.
Ωστόσο είναι ακόμη ζωντανοί ανάμεσά μας πολλοί απ' αυτούς που έζησαν την πιο πρόσφατη πολεμική αναμέτρηση στην κλίμακα του πλανήτη, αυτήν που ονομάζουμε δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και που οι ειδικοί θεωρούν τον τελευταίο από τους μεγάλουςκλασικούς πολέμους. Με τον τρόπο της, η γλώσσα αποκαλύπτει την αλήθεια: αριθμώντας ως δεύτερο τον προηγούμενο μεγάλο πόλεμο, προνοήσαμε για τη θέση του στην άπειρη σειρά των φυσικών αριθμών· ονομάζοντάς τον όμως κλασικό, του αποδώσαμε την κομψότητα, το κύρος και την τελειότητα που επιφυλάσσουμε στα μεγάλα έργα της ανθρωπότητας. Πρόκειται πράγματι για έναν από εκείνους τους πολέμους που όχι μόνο δεν ντρέπονται να πουν το όνομά τους αλλά προβάλλουν υπερήφανα την ταυτότητά τους. Αντίπαλοι στρατοί, με τις στολές τους και τα διακριτικά τους, με τις σημαίες και τα εμβλήματά τους, πολεμούν μεταξύ τους με ορθόδοξες και ανορθόδοξες μεθόδους στο όνομα ενός ιδανικού που ο καθένας θεωρεί νόμιμο και υψηλό. Οι εχθροί, σχεδόν πάντοτε ορατοί, αντιπαρατίθενται κατά μήκος μιας γραμμής που ονομάζεται, με τρόπο αξιοσημείωτο, «μέτωπο» και αυτή η κατά μέτωπον σύγκρουση επιτρέπει να διακρίνουμε με σαφήνεια όχι μόνο τους νικητές από τους ηττημένους, τους γενναίους από τους δειλούς, τους ήρωες από τους άλλους, αλλά και τους μάχιμους από τους αμάχους.
* Η καταξίωση των συγκρούσεων
Βεβαίως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά την κλασική μορφή του ή μάλλον εξαιτίας της, δεν υστέρησε από κανέναν προηγούμενο σε αγριότητα: άνθρωποι σκοτώθηκαν, πόλεις ισοπεδώθηκαν, μνημεία του πολιτισμού καταστράφηκαν και συχνά η σημαία του νικητή στήθηκε πάνω σε ερείπια. Πέρα όμως από τα θύματα, τις καταστροφές και τις λεηλασίες, μένει όρθια η βεβαιότητα ότι ο τελευταίος κλασικός πόλεμος δεν ήταν μάταιος. Οταν η προαποφασισμένη, ψύχραιμη και μεθοδική, εξόντωση εκατομμυρίων αθώων που κρίθηκαν φυλετικά κατώτεροι και γενετικά λειψοί πήρε διαστάσεις κρατικής ιδεολογίας και πολιτικής, οι δημοκρατίες παραμέρισαν τις διαφορές μεταξύ τους, καθώς και τις διαφωνίες τους με καθεστώτα για τα οποία δεν έτρεφαν ακριβώς ιδιαίτερη εκτίμηση. Αποφάσισαν ότι ο αντίπαλός τους, στη φασιστική και ναζιστική τροπή του, απειλούσε την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου και ότι συνεπώς έπρεπε να τον πολεμήσουν. Ετσι, ο πόλεμος αυτός απέκτησε με γοργούς ρυθμούς τα ηθικά ερείσματα που του εξασφάλισαν την ενεργητική συμπαράσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών του πλανήτη. Και όταν η λήξη του πολέμου επισφραγίστηκε με τα δύο μανιτάρια που υψώθηκαν σαν πελώρια ερωτηματικά στον ουρανό, δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ότι η τραγική κατάληξη ήταν επιβεβλημένη, γιατί θα ανάγκαζε τους ανθρώπους να συζητούν αντί να πολεμούν. Η ελπίδα αυτή ενισχύθηκε από την ίδρυση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, παγκόσμιο βήμα για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια έδειξαν πως οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν. Ισως το μόνο που συνέβη είναι ότι περάσαμε από την κλασική μορφή του πολέμου σε όψεις που βρίσκονται ακόμη σε αναζήτηση ορολογίας, προτού περάσουν και αυτές στο πάνθεον των κλασικών αξιών. Αυτό που ονομάζουμε κλασικό πόλεμο έχει βαθιές ρίζες στην ευρωπαϊκή ιστορία. Παρακάμπτοντας για λόγους οικονομίας την αναδρομή στην αρχαιότητα, δεν θα ήταν άστοχο να αποδεχτούμε ότι ο λόγος περί πολέμου στα νεότερα χρόνια συγχρονίζεται με το τέλος του πολέμου των θρησκειών, περί τα τέλη του 16ου αιώνα. Μια σειρά στοχαστών της εποχής ήταν ίσως οι πρώτοι που αναβάθμισαν συστηματικά τον ρόλο του πολέμου, γιατί θεώρησαν ότι ο πόλεμος είναι η μήτρα από την οποία γεννιούνται τα κράτη. Ο πόλεμος για τον οποίο μιλούν δεν αποτελεί όμως ένα είδος ιδεατής κατάστασης, όπως αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Χομπς, την οποία έρχεται ακριβώς να ανατρέψει η θεμελίωση της κοινωνίας. Ο πόλεμος στον οποίο αναφέρονται είναι πραγματικός, με αληθινές μάχες και ανθρώπους που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν στη θεωρία αλλά χάνουν ή κερδίζουν τη ζωή τους πολεμώντας. Σ' αυτούς τους πραγματικούς πολέμους οφείλουν τα κράτη την ίδρυσή τους, αλλά και τη φυσιογνωμία τους, στην οποία αποτυπώνεται η πολεμοχαρής ορμή τους. Στραμμένη κατ' αρχήν στο εξωτερικό, η πολεμική διάθεση επιβάλλει τους ρυθμούς της και στο εσωτερικό των κρατών, οργανώνοντας τόσο την κρατική μηχανή όσο και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στην προοπτική αυτή, η ασφάλεια της κρατικής οντότητας εξαρτάται από την πολεμική της ετοιμότητα και ο πόλεμος γίνεται το πιο πολύπλοκο αλλά και το ισχυρότερο εργαλείο που διαθέτει ένα κράτος για τη συντήρησή του στη ζωή, δηλαδή την ύπαρξή του στην ιστορία. Προφανώς υπάρχει ο αντίπαλος λόγος. Αυτός που ισχυρίζεται, με πείσμα και αυταπάρνηση, ότι η ζωή του κράτους και της κοινωνίας ρυθμίζεται με γνώμονα τη συνεννόηση, την κατανόηση, την αμοιβαία υποχώρηση και τη συναίνεση. Ο πρώτος ρόλος εδώ ανήκει στην ειρήνη και στη διαπραγματευτική ικανότητα της πολιτικής, η οποία χρησιμοποιεί τον πόλεμο μόνο ως έσχατο μέσο για να επιβάλλει την ευεργετική της παρουσία.
* Μια εφιαλτική υπόθεση
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο πόλεμος θεωρείται εργαλείο στα χέρια της πολιτικής. Αν δεχτούμε τον πασίγνωστο ορισμό του Κλαούζεβιτς που θέλει τον πόλεμο συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε μπορούμε να ονομάσουμε κλασικό τον πόλεμο ο οποίος υποκλίνεται στις επιταγές της πολιτικής, όσο βίαιη, άγρια, απάνθρωπη κι αν θεωρηθεί η τελευταία. Τι συμβαίνει όμως όταν πάψουμε να θεωρούμε οπωσδήποτε τον πόλεμο εργαλείο της πολιτικής; Οταν δηλαδή υποθέσουμε ότι ο πόλεμος δεν είναι μέσο στη διάθεση των κυβερνήσεων για να επιβάλλουν την πολιτική που θεωρούν σωστή, αλλά αυτόνομη δύναμη, με τους νόμους και την αυθορμησία της;
Στην εφιαλτική αυτή υπόθεση που ίσως δεν είναι πια και τόσο παράλογη, ο πόλεμος είναι δύναμη που δεν ελέγχουμε αλλά, αντίθετα, δύναμη η οποία μας ελέγχει και μας περιπαίζει. Ακολουθώντας τους νόμους του, που δεν γνωρίζουμε ακόμη, ο πόλεμος αδιαφορεί πλήρως και επιδεικτικά για τις ανησυχίες μας, καθώς τον ρωτούμε αν είναι δίκαιος ή άδικος, ηθικός ή ανήθικος, σωστός ή λάθος. Ακόμη περισσότερο και πολύ σκληρότερα, διασκεδάζει με τις ερωτήσεις αυτές που ερεθίζουν τη λογική και την ευαισθησία μας, απορώντας κι αυτός μαζί μας, όταν συγκεντρωνόμαστε στους διεθνείς οργανισμούς για να τον επιτρέψουμε ή να τον αποτρέψουμε. Αυτός ο πόλεμος που παραμερίζει με ιδιαίτερη ευκολία την πολιτική, που ειρωνεύεται τη λογική και που έχει εγκαταστήσει τον τρόμο σε όλη τη γη, δεν είναι κλασικός. Δεν είναι εύκολο να τον ονομάσει κανείς, παρ' όλο που ο ίδιος φροντίζει κάθε ώρα και κάθε στιγμή να προβάλλει την εικόνα του: από τη μια μεριά μυριάδες πρόσωπα· άλλα εξαγριωμένα από το μίσος, άλλα σβησμένα από τον πόνο κι άλλα νεκρά. Και από την άλλη, ένας αλλόφρων γίγαντας, οπλισμένος με ένα τεράστιο ρόπαλο να καταστρέφει. Χρειάζεται ασυνήθιστη ψυχραιμία για να αντικρίσει κανείς αυτή την εικόνα, ύστερα από χιλιάδες χρόνια πολιτισμού. Υπάρχει βεβαίως πάντοτε η λύση της εσωτερικής εξορίας, λιτή αλλά κάπως πικρή: ένα μολύβι, ένα χαρτί και η μουσική.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
(ελαφρώς διασκευασμένο)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου