Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

Ο «ποιητής τής γλώσσας»

Ο Ελύτης, γράφει ο Γ. Μπαμπινιώτης, μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς τής συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων τής νέας ελληνικής γλώσσας, που τη χρειαζόταν για να εκφράσει την υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας


ΤΟ ΒΗΜΑ, 14/5/2000

Το καίριο σημείο για να καταλάβουμε την ποίηση του Ελύτη είναι ότι αποτελεί μιαυπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας «Αυτό είναι στο βάθος η ποίηση» λέει ο ίδιος (Λόγος στην Ακαδημία τής Στοκχόλμης, σ. 319) «η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει». Η ποίησή του είναι μια συνεχής και αγωνιώδης προσπάθεια να δει και να δείξει τη δεύτερη πραγματικότητα, την ουσία των όντων, την αλήθεια πέρα από τις στρεβλώσεις που επιβάλλει κάθε χρησιμοθηρική αντίληψη να δει και να δείξει μιαν άλλη Ελλάδα, την Ελλάδα τη δεύτερη τού επάνω κόσμου.
Προϋπόθεση για την υπέρβαση και τη σύλληψη τής δεύτερης πραγματικότητας, τής ποιητικής πραγματικότητας είναι η ικανότητα να μπορείς να βλέπεις μέσα από τα πράγματα και μέσα από τον ίδιο σου τον εαυτό, η ικανότητα τής διαφάνειας όπως την αποκαλεί και όπως την εννοεί ο Ελύτης: «Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν την βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που να την γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Οτι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους,επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο,ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη "στιγμή" όταν καταφέρει να την ανοίξει και να τής δώσει διάρκεια».
Η διαδικασία της μύησης
Για να μας οδηγήσει ο Ελύτης στον κόσμο τής δικής του πραγματικότητας, δεν έχει άλλον τρόπο από τη γλώσσα: από το να μας πάρει από το χέρι με τις λέξεις του και να μας μυήσει στην κατ' εξοχήν δημιουργική, δηλ. ποιητική, διαδικασία τού να μπορείς να δεις τον κόσμο από την αθέατη πλευρά του.
Ο Ελύτης είναι ο κατ' εξοχήν «ποιητής τής γλώσσας». Περισσότερο κι από τον Σεφέρη, περισσότερο κι από τον Παλαμά. Αυτοί ήταν «άρχοντες τής γλώσσας» ­ με την έννοια που έδωσε ο Σεφέρης σ' αυτόν τον χαρακτηρισμό: τού ποιητή που κυριαρχεί στα εκφραστικά του μέσα. Ο Ελύτης πέτυχε κάτι άλλο· πέτυχε το ακατόρθωτο «Με το ειδικό θάρρος που τού 'δωκεν η Ποίηση» μπόρεσε να σπάσει τους φραγμούς τής συμβατικής γλώσσας και να φτάσει σε μιαν πρωτόγνωρη υπέρβαση των ορίων τής νέας ελληνικής γλώσσας, που την χρειαζόταν για να εκφράσει την υπέρβαση τής καθημερινής πραγματικότητας. Η δική του ποίηση απαιτούσε μιαν άλλη χρήση τής ελληνικής γλώσσας, κυριολεκτικά ποιητική, γλώσσα που να ποιεί, να δημιουργεί νέες σημασίες, νέες σημάνσεις, νέες συνάψεις λέξεων, νέες φράσεις, τέτοιες που να οδηγούν σε πολύσημους συνειρμούς, σε αναπαρθένευση τής πρωτοτυπικής σημασίας των λέξεων, αυτής που πηγάζει από το «έτυμον» τής λέξης. Γενικά, κατόρθωσε να επινοήσει μιαν άλλη μορφή αντισυμβατικής γλώσσας, ώστε να ξυπνάει κάθε φορά τη συγκίνηση, το όνειρο, το συναίσθημα, την εικόνα, τη φαντασία, την ικανότητα να βλέπεις μέσα στα πράγματα, τη διαφάνεια δηλ., και να μεταβάλεις τη φευγαλέα στιγμή σε διάρκεια, μια άλλη βασική έννοια τής ποίησης τού Ελύτη.
«Συνταγματικοί νεολογισμοί»
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα τού τρόπου που χρησιμοποιεί ο Ελύτης τη γλώσσα στην ποιητική του υπέρβαση: «Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια τής αναπνοής σου ακόμη / Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι / Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς / αστερισμούς συνθέτει / Νύχτα μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά και τι σολ ιώδη ανεβαίνουν / Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το / ευλαβούνται. / Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης / Ομολογούν. Οτι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό / που οι μάγοι διατείνονται./ Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». (Τα Ελεγεία τής Οξώπετρας, σ. 14).
Με τα συστατικά τής ίδιας τής γλώσσας και μ' έναν ποιητικό λόγο, που υπερβαίνει και τη λογική των πραγμάτων (τις περίφημες «συνθήκες αλήθειας») και τους συνταγματικούς κανόνες τής γλώσσας, ο ποιητής ανοίγει τα όρια τής γλωσσικής επικοινωνίας, δημιουργώντας νέες εκφραστικές δυνατότητες. Εδώ οι βράχοι «πιο ιερείς» ευλαβούνται το κλάμα. Εδώ και τα δέντρα γίνονται «πιο πουλιά» που «ομολογούν συλλαβές ανερμήνευτης ομορφιάς». Η γλώσσα «εκρήγνυται» στην προσπάθεια να εκφραστούν το θαύμα τής φύσης και το θαύμα τού έρωτα. Το παραθετικό μόρφημα πιο επιτρέπει διττή ταυτόχρονη ανάγνωση τού ιερείς· επιτρέπει να προσληφθεί και ως «πιο ιεροί» και ως οι «κατ' εξοχήν ιερείς», γεγονός που υποβάλλει την ιερότητα τού φυσικού περιβάλλοντος, την οποία επιτείνει και η επιλογή τού λόγιου «ιερατικού ρήματος» ευλαβούνται (ευλαβούμαι, ευλαβής, ευλάβεια). Η ευρηματική αυτή τεχνική πολυσημίας στην ποιητική γραμματική τού Ελύτη επαναλαμβάνεται και στην «αντιγραμματική» (γλωσσολογικά) αλλά πλήρως αποδεκτή (ποιητικά) φράση «πιο πουλιά». Δεν λέει ο ποιητής «τα δέντρασαν πουλιά», όπως θα μπορούσε· λέει «πιο πουλιά»: «περισσότερο πουλιά παρά δέντρα» και συγχρόνως ­ η δεύτερη ανάγνωση ­ και εικόνα που θέλει τα δέντρα να ψάλλουν, μια μεταφορά που τονίζεται και με την επιλογή τής λέξης «ομολογούνε» (λόγιου και εκκλησιαστικού επίσης ρήματος όπως το ευλαβούνται)· «πιο πουλιά τα δέντρα» ψάλλουν λόγια «ομορφιάς ανερμήνευτης». Μία ακόμη, πολύσημη κι αυτή στον συνειρμό τής φράσης, που με το ανερμήνευτη παραπέμπει σε ερμηνεία γραφών και κειμένων, δηλώνοντας συγχρόνως την αδυναμία μας να καταλαβαίνουμε βαθύτερα «την ομορφιά» (το ανερμήνευτος το χρησιμοποιεί συχνά ο Ελύτης για τη φύση «και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας» (Αξιον Εστί). Κι η έξαρση μέσα σ' αυτό το ιερό ­ μυστικιστικό και εξομολογητικό κλίμα τού ποιήματος φτάνει στο κορύφωμά της με «το δοξαστικό τού Ερωτα», με την αποκάλυψη τής ουσίας τού έρωτα: «ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται» αλλά ζωή «δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα». Εδώ η διακειμενική παραπομπή στο εκκλησιαστικό «αλλά ζωή ατελεύτητος» είναι φανερή. Δηλώνει την πίστη στην αιωνιότητα τού έρωτα, στην αθανασία τού έρωτα μέσα από την ατρωσία του.
Μέσα στο απόσπασμα αυτό φαίνεται νομίζω η βάση τής γλωσσικής τεχνικής τού Ελύτη, η δημιουργία δηλ. νέων σημαινομένων στο επίπεδο τής φράσης, στο επίπεδο τής σύναψης των λέξεων, το άνοιγμα των εκφραστικών ορίων τής γλώσσας, μ' έναν τρόπο εντελώς προσωπικό, εύκολα αναγνωρίσιμο, εξαιρετικά δημιουργικό και πολύσημο, αλλά και εξαιρετικά δύσκολο να μεταφερθεί σε άλλη γλώσσα: «Εμείς όλοι, όσοι κρατάμε από μιασυγκεκριμένη παράδοση [εννοεί τη μοντέρνα ποίηση] και αποβλέπουμε στα θαύματα τού λόγου, στον σπινθήρα που τινάζουν εκάστοτε δυο λέξεις κατάλληλα τοποθετημένες,παραμένουμε βουβοί, αμετάδοτοι» (Λόγος στη Στοκχόλμη, Η Λέξη, σ. 720). Αυτή την τεχνική, τους νεολογισμούς στο επίπεδο τής φράσης, τους «συνταγματικούς νεολογισμούς» όπως τους ονομάζω αλλού, που παίρνει ποικίλες μορφές (μεταφοράς, εξεικονισμού, συνειρμικών ανακλήσεων, διακειμενικών συνδέσεων κλπ.), με κοινό αποτέλεσμα τη μετασημασιολόγηση τής κοινής κυριολεκτικής σημασίας των συναπτομένων λέξεων, τη δημιουργία νέων σημείων, ο Ελύτης την αξιοποιεί εις το έπακρον, τόσο που να μπορεί, νομίζω, να αποκληθεί ως ο κατ' εξοχήν «ποιητής τής φράσης» σε αντίθεση με «ποιητές τής λέξης» όπως είναι λ.χ. ο Σολωμός, ο Παλαμάς ή και ο Σεφέρης.
Γλωσσικός παραλληλισμός
Το δεύτερο κύριο γνώρισμα τής γλώσσας τού Ελύτη είναι η ευρεία αξιοποίηση τούπαραλληλισμού, τής έντεχνης παράθεσης όμοιων γλωσσικών στοιχείων σε όλα τα επίπεδα: φωνολογικό (επίπεδο ήχων), μορφολογικό (γραμματικής), συντακτικό και σημασιολογικό. Ετσι λ.χ. είναι εμφανής ο φωνολογικός παραλληλισμός στους στίχους:Νερά χλωρά λειβαδίσια κι άλλα σγουρά τού γαρ και τού άρα. / Ρεούμενα.
Η συσσώρευση των υγρών / r / και / l / σε όλες τις λέξεις συνιστά χαρακτηριστική παρήχηση που, παράλληλα προς την αίσθηση τής ομοηχίας των σημαινόντων (των τύπων), συνοδεύεται και από παραλληλισμό στο επίπεδο των συμαινομένων (νερά - χλωρά - λειβάδια - ρεούμενα). Υπάρχει ακόμη και οιονεί «ετυμολογικός παραλληλισμός», στην «παραγωγή», των στοιχείων γαρ και άρα μέσα από τη λέξη σγουρά που προηγείται αυτών, με προέκταση στη λέξη ρεούμενα που ακολουθεί. Ο ευρηματικός αυτός παραλληλισμός συνειρμικά αντιπαραθέτει το συναίσθημα που γεννά η εικόνα (νερά χλωρά λειβάδια) με τη λογική τού γαρ και τού άρα, τη συστοιχία αιτίας και αποτελέσματος όπου παραπέμπουν σημασιολογικά οι δύο λέξεις.
Αλλά και ο συντακτικός παραλληλισμός ­ ο πιο δύσκολος και ο πιο απαιτητικός ­ στην ποιητική γραμματική είναι συχνός στον Ελύτη. Ετσι στους στίχους που εξετάσαμε: Κι οι βράχοι πιο ιερείς - τέτοιο κλάμα - Το ευλαβούνται / Και τα δέντρα πιο πουλιά - συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης - ομολογούνε οι ίδιες συντακτικές δομές (Υποκείμενο - Προσδιορισμός + Ρήμα - Αντικείμενο) εμφανίζονται με την ίδια ακριβώς διάταξη: Υποκείμενο (οι βράχοι - τα δέντρα) - Κατηγορηματικός Προσδιορισμός (πιο ιερείς - πιο πουλιά) - Αντικείμενο στο μέσο τής πρότασης (τέτοιο κλάμα - συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης) - Ρήμα στο τέλος τής πρότασης (ευλαβούνται - ομολογούνε). Αυτό μάλιστα το είδος παραλληλισμού, ο συντακτικός παραλληλισμός είναι και ο πιο χαρακτηριστικός υφολογικός δείκτης, η μέγιστη μορφή επιλογής και συνάμα απόκλισης γλωσσικής τού δημιουργού που δικαιώνει ­ και στην περίπτωση τού Ελύτη ­ την εκτίμηση τού Roman Jakobson ότι η συνειδητή επιλογή και όχι η ανεξέλεγκτη τυχαιότητα διέπει τη γλώσσα τής ποίησης, την ποιητική γραμματική, όπως πρώτος την ονόμασε.
Η γλώσσα ως ηθική δύναμη
Για τη γλώσσα στην ποίηση τού Ελύτη μπορεί κανείς να πει πολλά. Γιατί, θα το ξαναπώ, στον Ελύτη η γλώσσα παίζει όχι απλώς σημαντικό, αλλά καθοριστικό ρόλο. Για να σημάνει την ποιητική του σκέψη, ο Ελύτης χρειάστηκε να παλέψει με τη γλώσσα, να τη δαμάσει και να αναπτύξει μαζί της μια μυστική και ερωτική, θα έλεγα, σχέση. Πιστεύει βαθιά ότι η γλώσσα, ιδίως η Ελληνική που συμβαίνει να είναι μια γλώσσα με ποιητική καλλιέργεια πάνω από 25 αιώνες, έχει πάνω και πέρα από κάθε χρηστική αντίληψη το δικό της ήθος.Τα λόγια του: «Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών.Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις». (Λόγος στη Στοκχόλμη, Εν λευκώ, σ. 327).
Ηδη από νωρίς, στην αυτοβιογραφική του αναδρομή με τίτλο «Το χρονικό μιας δεκαετίας», ορίζει τη γλώσσα ως ηθική δύναμη: «Το φαινόμενο τής γλώσσας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ένα τοπίο δεν είναι διόλου το άθροισμα μερικών δέντρων και βουνών αλλά μια πολυσήμαντη παρασημαντική, δεν είναι κι εκείνο διόλου το άθροισμα μερικών λέξεων - συμβόλων των πραγμάτων αλλά μια ηθική δύναμη που η ανθρώπινη διάνοια την κινητοποιεί, ωσάν να προϋπάρχει από τα πράγματα, για να τα δημιουργήσει ίσα - ίσα, και μόνον έτσι αυτά να υπάρξουν [...]».
Οπως είναι φανερό, ο Ελύτης έχει προ πολλού ξεπεράσει την απλοϊκή χρηστική αντίληψη τής γλώσσας, την αντίληψη που θέλει τη γλώσσα να είναι απλό μέσο, απλό εργαλείο για συνεννόηση. Τη θεωρεί «ηθική δύναμη», που σημαίνει ότι της δίνει μια βαθύτερη πνευματική υπόσταση. Τη συλλαμβάνει ως διανοητική διεργασία που δεν δηλώνει απλώς τα πράγματα αλλά καθορίζει και τον τρόπο που αυτά υπάρχουν για μας έτσι όπως τα συλλαμβάνουμε με τον νου μας και τα κωδικοποιούμε στη γλώσσα μας, καθορίζοντας τα όρια τής σημασίας των λέξεων. Φαίνεται πως οι γλωσσολόγοι έχουμε πολλά να διδαχθούμε ακόμη από τους ποιητές.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

"Η Ρώμη και ο κόσμος της" του Θ.Παπαγγελή

1.6. Η Ρώμη μαθαίνει ελληνικά

Η θετική πλευρά αυτής της ιστορίας ήταν ότι το «παιχνίδι του κλεμμένου θησαυρού» επέτρεψε στους κατοίκους της Ρώμης να δουν από κοντά αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης. Πολύ γρήγορα η Ρώμη γέμισε από ιδιωτικές «γκαλερί» με ελληνικά εκθέματα, ενώ πολλά από αυτά τα έργα τοποθετήθηκαν και σε δημόσιους χώρους. Το σημαντικότερο ήταν, όμως, ότι οι ελληνικοί θησαυροί ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το φιλελληνικό ρεύμα στη Ρώμη και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της τέχνης από ντόπιους καλλιτέχνες. Ταυτόχρονα, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων τόσο από την κυρίως Ελλάδα όσο και από την ελληνόφωνη ανατολική Μεσόγειο άρχισαν να συρρέουν στην πρωτεύουσα της Ιταλίας. Τι ζητούσαν εκεί όλοι αυτοί;
Οτιδήποτε καλό έβλεπαν οι προγονοί μας σε ξένους λαούς, εχθρούς ή συμμάχους, το υιοθετούσαν αμέσως με μεγάλη προθυμία· προτιμούσαν να μιμούνται παρά να φθονούν τα καλά πράγματα.
Σαλλούστιος, ρωμαίος ιστορικός
Η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι πήγαν εκεί όχι επειδή το επιθυμούσαν οι ίδιοι αλλά επειδή τους ανάγκασαν οι Ρωμαίοι. Θύματα τέτοιας αναγκαστικής μετανάστευσης ήταν συνήθως άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι έκαναν εισαγωγές καθηγητών, καθένας για λογαριασμό του βέβαια. Έτσι, πολλοί νικηφόροι στρατηγοί έφεραν από την Ελλάδα και από άλλα σημεία του ελληνόφωνου πολιτισμικού χώρου αιχμαλώτους πολέμου και τους ανέθεσαν να κάνουν στα παιδιά τους «ιδιαίτερα μαθήματα» - ανάμεσα στα οποία σημαντικότατη θέση είχε η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας. Και η μόνη ξένη γλώσσα στην οποία άξιζε να πάρεις το «προφίσιενσι» εκείνο τον καιρό ήταν τα ελληνικά. Έτσι, εκτός από το πλιάτσικο οι Ρωμαίοι επινόησαν και έναν άλλο τρόπο για να φέρουν την Ελλάδα στη Ρώμη: την απαγωγή. Πολλοί άλλοι όμως πήγαιναν με τη θέλησή τους: μερικοί, όπως οι γιατροί, για να ασκήσουν την τέχνη τους, άλλοι για να προωθήσουν τα εμπορικά τους συμφέροντα, και άλλοι, όπως οι διάφοροι φιλόσοφοι, για να διδάξουν όσα πίστευαν· και αφού οι Ρωμαίοι δεν είχαν αναπτύξει δικές τους φιλοσοφικές σπουδές, τα φιλοσοφικά φροντιστήρια που άνοιγαν οι έλληνες διανοούμενοι είχαν συνήθως πολλή πελατεία και μεγάλες ουρές.
Ωστόσο, η παρουσία τους στη Ρώμη προκάλεσε πολλές αντιδράσεις ανάμεσα στους πιο παραδοσιακούς Ρωμαίους. Σε μερικές περιπτώσεις υπήρξε απλώς έκφραση δυσπιστίας, άλλες φορές όμως οι ρωμαϊκές αρχές τούς αφαίρεσαν την «άδεια διδασκαλίας» και τους έδιωξαν από την πόλη, προφανώς επειδή πίστευαν ότι τα μαθήματά τους δεν έκαναν καλό στη ρωμαϊκή νεολαία και έρχονταν σε σύγκρουση με τα πατροπαράδοτα ρωμαϊκά ήθη. Τέτοιες δυσπιστίες παρατηρούνται συχνά όταν ένας λαός με απλούστερη μορφή πολιτισμικής οργάνωσης συναντηθεί με πιο σύνθετους και προχωρημένους πολιτισμούς.
Δεν έφταιγε όμως μόνο η παραδοσιακή επιφυλακτικότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι μετανάστες από την ελληνόφωνη Ανατολή και την Ελλάδα δεν ήταν μόνο γιατροί που είχαν πάρει τον ιπποκρατικό όρκο αλλά και κομπογιαννίτες χωρίς σύνορα· δεν ήταν μόνο εμπνευσμένοι καλλιτέχνες αλλά και «αρτίστες» που ανήκαν στον χώρο του υποκόσμου· δεν ήταν μόνο ήσυχοι μετανάστες που έκαναν τίμια τη δουλειά τους αλλά και πεινασμένοι απατεώνες που ήταν έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για την επιβίωσή τους· δεν ήταν μόνο κάθε είδους επαγγελματίες αλλά και κάθε λογής τσαρλατάνοι.
Αυτό όμως που ερέθιζε περισσότερο όσους νοιάζονταν για τα παραδοσιακά ήθη της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν οι ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο ζωής και διασκέδασης που προκαλούσε η ελληνική επίδραση. Ξαφνικά η Ρώμη έμαθε να διασκεδάζει με ελληνικού τύπου συμπόσια, να συχνάζει σε θεατρικές παραστάσεις και σε λογοτεχνικά σαλόνια, να ενδιαφέρεται για γαστρονομία, για υψηλή ραπτική και για καλλυντικά - γενικά να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο σε πράγματα που στο παρελθόν ήταν άγνωστα ή θεωρούνταν αταίριαστα με τον ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η βιομηχανία του θεάματος και της ψυχαγωγίας είχαν ελληνική σφραγίδα και ελληνική ορολογία. Ό,τι συμβαίνει σήμερα με τα αγγλικά συνέβαινε τότε στη Ρώμη με τα ελληνικά· γιατί ακόμη και απλοί άνθρωποι, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, χρησιμοποιούσαν ένα σωρό ελληνικές λέξεις για να αναφερθούν στο καινούργιο σκηνικό που έκανε τη Ρώμη του γερο-Κάτωνα να αισθάνεται και να μιλάει ελληνικά.
Αλλά ο γερο-Κάτωνας αντιστεκόταν. Για τους Έλληνες σπανίως είχε καλό λόγο, και για τους έλληνες γιατρούς που ασκούσαν το επάγγελμά τους στη Ρώμη ήταν βέβαιος για ένα πράγμα: ότι είχαν ορκιστεί και συνωμοτήσει να ξεκάνουν τη ρωμαϊκή φύτρα. Ενώ ο κόσμος γύρω του βούιζε από ελληνικά, εκείνος αρνιόταν να τα μάθει· και όταν με τον καιρό κατάλαβε ότι πάλευε μάταια ενάντια σε μια νέα τάξη πραγμάτων που δεν γινόταν πια να αλλάξει, τότε σε βαθιά γεράματα καταπιάστηκε να μάθει αυτό που για χρόνια περιφρονούσε και φοβόταν μαζί. Πριν πεθάνει θα είχε καταλάβει σίγουρα ότι όσα είχε γράψει παλιότερα για τους «καλούς νοικοκυραίους» θα μάζευαν τώρα σκόνη στα ράφια των βιβλιοθηκών. Οι νέες ρωμαϊκές γενιές από δω και πέρα θα αναζητούσαν την πνευματική τους προκοπή, την κουλτούρα της καθημερινής ζωής, την αισθητική τους, την κοινωνικότητά τους, αλλά και τις ασωτείες και τις υπερβολές τους, στο ελληνικό παράδειγμα. Το 146 π.Χ. η Ελλάδα έγινε ουσιαστικά ρωμαϊκή επαρχία· αλλά ποιος μπορούσε να προβλέψει ότι μέσα στις επόμενες δεκαετίες η κοσμοκράτειρα Ρώμη θα γινόταν ελληνική πόλη;


Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

"Ρατσισμός" για την 'Εκφραση-'Εκθεση

Πώς παράγεται ο ρατσισμός

Γράφει η Αννα Φραγκουδάκη

"ΤΑ ΝΕΑ", 11-12/8/2012

  Ας θυμηθούμε ότι μέχρι τη δεκαετία του 1990 όλοι ανεξαιρέτως σε αυτή τη χώρα πιστεύουν ότι οι Έλληνες δεν είναι ρατσιστές. Τον ωραίο αυτόν εθνικό μύθο γκρέμισε η μαζική είσοδος μεταναστών εργαζομένων. Ανέτοιμη να διαχειριστεί τον ρατσισμό της και ανήμπορη να τον κατανοήσει, ωστόσο, διαμόρφωσε σταδιακά η κοινωνία ένα ποσοστό συνειδητών αντιρατσιστών, αλλά απόχτησε και φιλοναζιστές. Υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που τεκμηριώνουν ότι οι ‘Ελληνες δεν καταλαβαίνουν τι είναι ρατσισμός. Τον αντιλαμβάνονται σαν τη δημόσια αναγνώριση μιας κατωτερότητας που υπάρχει αντικειμενικά, αλλά ανθρωπιστικό είναι να μην το φωνάζουμε κιόλας. Π.χ. επί χρόνια φοιτητές, στην ερώτηση εάν ο ρατσισμός, εκτός τα θύματά του, βλάπτει και τους φορείς της ιδεολογίας, τους υποτιθέμενους ανώτερους, δεν καταφέρνουν να βρουν καμία απάντηση. Γιατί δεν καταλαβαίνουν; ‘Εχω σε διάφορα (επιστημονικά) κείμενα γράψει ότι τα σχολικά μας βιβλία αναπαράγουν το κεντροευρωπαϊκό στερεότυπο του ρατσισμού που διαιρεί λαούς και πολιτισμούς σε ανώτερους και κατώτερους. Το στερεότυπο αποδίδει κατωτερότητα στον ελληνικό λαό και πολιτισμό. Τα βιβλία λύνουν τη γιγάντια αντίφαση καταφεύγοντας στην ανωτερότητα μέσα από τη μοναδική ελληνική αξία που αναγνωρίζει η «ανώτερη» Ευρώπη, την κλασική αρχαιότητα. Το μείζον αυτό ζήτημα, να διαπαιδαγωγούνται τα παιδιά μας με το στερεότυπο του κεντροευρωπαϊκού ρατσισμού, να αναγνωρίζουν στο εθνικό τους πρόσωπο κατωτερότητα που κρύβει το αρχαίο προσωπείο, έχει συναντήσει αδιαφορία είτε ύβρεις. ‘Αρα, πολλοί, με πρώτους τους διαμορφωτές εκπαιδευτικής πολιτικής, δεν καταλαβαίνουν τις επιπτώσεις αυτής της διαπαιδαγώγησης. Αναπαράγει τον ρατσισμό (με «παιδικά αστεία» και άλλα πολύ σοβαρά) και παράγει την αμφίθυμη και γενικότερα ανήμπορη σχέση των Ελλήνων με την ενωμένη Ευρώπη. Η ρατσιστική ταξινομία είναι ιδεολογικό προϊόν της αποικιοκρατίας. Η αμφισβήτησή της, ισχυρότατη σε τεκμήρια, είναι σωτήρια για την αυτοεικόνα ιδίως όσων ταξινομεί κατώτερους (νότιους, ανατολικούς, μελαχρινούς, φτωχούς...). Η αναπαραγωγή της είναι ολέθρια για όλους και μαζί όσους ταξινομεί κατώτερους. ‘Αλλωστε το ιδεολογικό τέρας του φιλοναζισμού που αποχτήσαμε αυτή την κατωτερότητα κραυγάζει. Παντού στον κόσμο κατώτεροι αισθάνονται όσοι λιντσάρουν συνανθρώπους τους για να «αποδείξουν» ότι είναι ανώτεροι.


 

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

"Η ηθική του πολέμου" για την έκφραση-έκθεση της Γ' Λυκείου

Βώκος Γεράσιμος


Η ηθική του πολέμου
* Τι συμβαίνει όταν πάψουμε να θεωρούμε οπωσδήποτε τον πόλεμο εργαλείο της πολιτικής; Οταν δηλαδή υποθέσουμε ότι ο πόλεμος δεν είναι μέσο στη διάθεση των κυβερνήσεων για να επιβάλλουν την πολιτική που θεωρούν σωστή, αλλά αυτόνομη δύναμη, με τους νόμους και την αυθορμησία της;
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  28/10/2001 00:00

Ο φόβος του πολέμου γεννιόταν κάθε φορά που ένας Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωνε. Υπήρχε εν σπέρματι μέσα στο ίδιο το τέλος του πολέμου και ανατροφοδοτούνταν από τις τραυματικές μνήμες των ανθρώπων. Στην περίπτωση του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου ο φόβος αυτός παρέμεινε ζωντανός μέσα στο ψυχροπολεμικό κλίμα που τον ακολούθησε αλλά φάνηκε να υποχωρεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Ξαφνικά, όμως, ύστερα από μια περίοδο γενικού εφησυχασμού, τουλάχιστον για τις δυτικές δημοκρατίες, η πιθανότητα ενός νέου Μεγάλου Πολέμου φαντάζει επικίνδυνα πραγματική. Το ερώτημα για το αν θα γίνει ένας Γ´ Παγκόσμιος Πόλεμος μοιάζει τώρα να διατυπώνεται διαφορετικά: Πότε θα γίνει. 
Είναι τουλάχιστον παράξενο ότι σε μια εποχή που οι μεγάλες και ευδιάκριτες ιδεολογικές αντιθέσεις που διαιρούσαν τον κόσμο έμοιαζαν να έχουν υποχωρήσει, παραχωρώντας τη θέση τους στην κοινή προσπάθεια για «ευμάρεια και ευημερία», ο πόλεμος, που αρνείται να πει καθαρά το όνομά του, εγκαταστάθηκε για τα καλά στο κέντρο της ζωής και της σκέψης μας. Ο απρόσκλητος αυτός επισκέπτης έσπασε την πόρτα με μια κλωτσιά και μπήκε στα σπίτια μας με εκκωφαντικό θόρυβο, σκασμένος στα γέλια με τις επίμονες ψευδαισθήσεις εκείνων που πίστευαν ότι είχε φτάσει πια η στιγμή για τους ανθρώπους να λύσουν τις διαφορές μεταξύ τους συζητώντας στην αγορά. Αν ο Καντ, προς το τέλος της ζωής του, μας καλούσε να ενηλικιωθούμε ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να ωριμάσουμε και να ζήσουμε στο φως της λογικής, ο κανόνας του φαίνεται σήμερα σαν κατάλοιπο μιας πολύ μακρινής εποχής, την οποία μπορούμε να αναπολούμε αλλά η οποία σήμερα έχει οριστικά παρέλθει.
Ωστόσο είναι ακόμη ζωντανοί ανάμεσά μας πολλοί απ' αυτούς που έζησαν την πιο πρόσφατη πολεμική αναμέτρηση στην κλίμακα του πλανήτη, αυτήν που ονομάζουμε δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και που οι ειδικοί θεωρούν τον τελευταίο από τους μεγάλουςκλασικούς πολέμους. Με τον τρόπο της, η γλώσσα αποκαλύπτει την αλήθεια: αριθμώντας ως δεύτερο τον προηγούμενο μεγάλο πόλεμο, προνοήσαμε για τη θέση του στην άπειρη σειρά των φυσικών αριθμών· ονομάζοντάς τον όμως κλασικό, του αποδώσαμε την κομψότητα, το κύρος και την τελειότητα που επιφυλάσσουμε στα μεγάλα έργα της ανθρωπότητας. Πρόκειται πράγματι για έναν από εκείνους τους πολέμους που όχι μόνο δεν ντρέπονται να πουν το όνομά τους αλλά προβάλλουν υπερήφανα την ταυτότητά τους. Αντίπαλοι στρατοί, με τις στολές τους και τα διακριτικά τους, με τις σημαίες και τα εμβλήματά τους, πολεμούν μεταξύ τους με ορθόδοξες και ανορθόδοξες μεθόδους στο όνομα ενός ιδανικού που ο καθένας θεωρεί νόμιμο και υψηλό. Οι εχθροί, σχεδόν πάντοτε ορατοί, αντιπαρατίθενται κατά μήκος μιας γραμμής που ονομάζεται, με τρόπο αξιοσημείωτο, «μέτωπο» και αυτή η κατά μέτωπον σύγκρουση επιτρέπει να διακρίνουμε με σαφήνεια όχι μόνο τους νικητές από τους ηττημένους, τους γενναίους από τους δειλούς, τους ήρωες από τους άλλους, αλλά και τους μάχιμους από τους αμάχους.
* Η καταξίωση των συγκρούσεων
Βεβαίως ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, παρά την κλασική μορφή του ή μάλλον εξαιτίας της, δεν υστέρησε από κανέναν προηγούμενο σε αγριότητα: άνθρωποι σκοτώθηκαν, πόλεις ισοπεδώθηκαν, μνημεία του πολιτισμού καταστράφηκαν και συχνά η σημαία του νικητή στήθηκε πάνω σε ερείπια. Πέρα όμως από τα θύματα, τις καταστροφές και τις λεηλασίες, μένει όρθια η βεβαιότητα ότι ο τελευταίος κλασικός πόλεμος δεν ήταν μάταιος. Οταν η προαποφασισμένη, ψύχραιμη και μεθοδική, εξόντωση εκατομμυρίων αθώων που κρίθηκαν φυλετικά κατώτεροι και γενετικά λειψοί πήρε διαστάσεις κρατικής ιδεολογίας και πολιτικής, οι δημοκρατίες παραμέρισαν τις διαφορές μεταξύ τους, καθώς και τις διαφωνίες τους με καθεστώτα για τα οποία δεν έτρεφαν ακριβώς ιδιαίτερη εκτίμηση. Αποφάσισαν ότι ο αντίπαλός τους, στη φασιστική και ναζιστική τροπή του, απειλούσε την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου και ότι συνεπώς έπρεπε να τον πολεμήσουν. Ετσι, ο πόλεμος αυτός απέκτησε με γοργούς ρυθμούς τα ηθικά ερείσματα που του εξασφάλισαν την ενεργητική συμπαράσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών του πλανήτη. Και όταν η λήξη του πολέμου επισφραγίστηκε με τα δύο μανιτάρια που υψώθηκαν σαν πελώρια ερωτηματικά στον ουρανό, δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ότι η τραγική κατάληξη ήταν επιβεβλημένη, γιατί θα ανάγκαζε τους ανθρώπους να συζητούν αντί να πολεμούν. Η ελπίδα αυτή ενισχύθηκε από την ίδρυση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, παγκόσμιο βήμα για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των κρατών.
Τα τελευταία δέκα χρόνια έδειξαν πως οι ελπίδες αυτές διαψεύστηκαν. Ισως το μόνο που συνέβη είναι ότι περάσαμε από την κλασική μορφή του πολέμου σε όψεις που βρίσκονται ακόμη σε αναζήτηση ορολογίας, προτού περάσουν και αυτές στο πάνθεον των κλασικών αξιών. Αυτό που ονομάζουμε κλασικό πόλεμο έχει βαθιές ρίζες στην ευρωπαϊκή ιστορία. Παρακάμπτοντας για λόγους οικονομίας την αναδρομή στην αρχαιότητα, δεν θα ήταν άστοχο να αποδεχτούμε ότι ο λόγος περί πολέμου στα νεότερα χρόνια συγχρονίζεται με το τέλος του πολέμου των θρησκειών, περί τα τέλη του 16ου αιώνα. Μια σειρά στοχαστών της εποχής ήταν ίσως οι πρώτοι που αναβάθμισαν συστηματικά τον ρόλο του πολέμου, γιατί θεώρησαν ότι ο πόλεμος είναι η μήτρα από την οποία γεννιούνται τα κράτη. Ο πόλεμος για τον οποίο μιλούν δεν αποτελεί όμως ένα είδος ιδεατής κατάστασης, όπως αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στον Χομπς, την οποία έρχεται ακριβώς να ανατρέψει η θεμελίωση της κοινωνίας. Ο πόλεμος στον οποίο αναφέρονται είναι πραγματικός, με αληθινές μάχες και ανθρώπους που δεν κινδυνεύουν να πεθάνουν στη θεωρία αλλά χάνουν ή κερδίζουν τη ζωή τους πολεμώντας. Σ' αυτούς τους πραγματικούς πολέμους οφείλουν τα κράτη την ίδρυσή τους, αλλά και τη φυσιογνωμία τους, στην οποία αποτυπώνεται η πολεμοχαρής ορμή τους. Στραμμένη κατ' αρχήν στο εξωτερικό, η πολεμική διάθεση επιβάλλει τους ρυθμούς της και στο εσωτερικό των κρατών, οργανώνοντας τόσο την κρατική μηχανή όσο και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Στην προοπτική αυτή, η ασφάλεια της κρατικής οντότητας εξαρτάται από την πολεμική της ετοιμότητα και ο πόλεμος γίνεται το πιο πολύπλοκο αλλά και το ισχυρότερο εργαλείο που διαθέτει ένα κράτος για τη συντήρησή του στη ζωή, δηλαδή την ύπαρξή του στην ιστορία. Προφανώς υπάρχει ο αντίπαλος λόγος. Αυτός που ισχυρίζεται, με πείσμα και αυταπάρνηση, ότι η ζωή του κράτους και της κοινωνίας ρυθμίζεται με γνώμονα τη συνεννόηση, την κατανόηση, την αμοιβαία υποχώρηση και τη συναίνεση. Ο πρώτος ρόλος εδώ ανήκει στην ειρήνη και στη διαπραγματευτική ικανότητα της πολιτικής, η οποία χρησιμοποιεί τον πόλεμο μόνο ως έσχατο μέσο για να επιβάλλει την ευεργετική της παρουσία.
* Μια εφιαλτική υπόθεση
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι και στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ο πόλεμος θεωρείται εργαλείο στα χέρια της πολιτικής. Αν δεχτούμε τον πασίγνωστο ορισμό του Κλαούζεβιτς που θέλει τον πόλεμο συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, τότε μπορούμε να ονομάσουμε κλασικό τον πόλεμο ο οποίος υποκλίνεται στις επιταγές της πολιτικής, όσο βίαιη, άγρια, απάνθρωπη κι αν θεωρηθεί η τελευταία. Τι συμβαίνει όμως όταν πάψουμε να θεωρούμε οπωσδήποτε τον πόλεμο εργαλείο της πολιτικής; Οταν δηλαδή υποθέσουμε ότι ο πόλεμος δεν είναι μέσο στη διάθεση των κυβερνήσεων για να επιβάλλουν την πολιτική που θεωρούν σωστή, αλλά αυτόνομη δύναμη, με τους νόμους και την αυθορμησία της;
Στην εφιαλτική αυτή υπόθεση που ίσως δεν είναι πια και τόσο παράλογη, ο πόλεμος είναι δύναμη που δεν ελέγχουμε αλλά, αντίθετα, δύναμη η οποία μας ελέγχει και μας περιπαίζει. Ακολουθώντας τους νόμους του, που δεν γνωρίζουμε ακόμη, ο πόλεμος αδιαφορεί πλήρως και επιδεικτικά για τις ανησυχίες μας, καθώς τον ρωτούμε αν είναι δίκαιος ή άδικος, ηθικός ή ανήθικος, σωστός ή λάθος. Ακόμη περισσότερο και πολύ σκληρότερα, διασκεδάζει με τις ερωτήσεις αυτές που ερεθίζουν τη λογική και την ευαισθησία μας, απορώντας κι αυτός μαζί μας, όταν συγκεντρωνόμαστε στους διεθνείς οργανισμούς για να τον επιτρέψουμε ή να τον αποτρέψουμε. Αυτός ο πόλεμος που παραμερίζει με ιδιαίτερη ευκολία την πολιτική, που ειρωνεύεται τη λογική και που έχει εγκαταστήσει τον τρόμο σε όλη τη γη, δεν είναι κλασικός. Δεν είναι εύκολο να τον ονομάσει κανείς, παρ' όλο που ο ίδιος φροντίζει κάθε ώρα και κάθε στιγμή να προβάλλει την εικόνα του: από τη μια μεριά μυριάδες πρόσωπα· άλλα εξαγριωμένα από το μίσος, άλλα σβησμένα από τον πόνο κι άλλα νεκρά. Και από την άλλη, ένας αλλόφρων γίγαντας, οπλισμένος με ένα τεράστιο ρόπαλο να καταστρέφει. Χρειάζεται ασυνήθιστη ψυχραιμία για να αντικρίσει κανείς αυτή την εικόνα, ύστερα από χιλιάδες χρόνια πολιτισμού. Υπάρχει βεβαίως πάντοτε η λύση της εσωτερικής εξορίας, λιτή αλλά κάπως πικρή: ένα μολύβι, ένα χαρτί και η μουσική.
Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Ιστορίας της Φιλοσοφίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
(ελαφρώς διασκευασμένο)

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Επανάληψη στα Αρχαία Β' Γυμνασίου (διαγώνισμα)

Επαναληπτικό διαγώνισμα αρχαίων ελληνικών Β’ Γυμνασίου


Κείμενο: Το χρέος του ιστορικού
   Ἐν μὲν οὖν τῷ λοιπῷ βίῳ τὴν τοιαύτην ἐπιείκειαν ἴσως οὐκ ἄν τις ἐκβάλλοι· καὶ γὰρ φιλόφιλον εἶναι δεῖ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ φιλόπατριν καὶ συμμισεῖν τοῖς φίλοις τοὺς ἐχθροὺς καὶ συναγαπᾶν τοὺς φίλους· ὅταν δὲ τὸ τῆς ἱστορίας ἦθος ἀναλαμβάνῃ τις, ἐπιλαθέσθαι χρὴ πάντων τῶν τοιούτων καὶ πολλάκις μὲν εὐλογεῖν καὶ κοσμεῖν τοῖς μεγίστοις ἐπαίνοις τοὺς ἐχθρούς, ὅταν αἱ πράξεις ἀπαιτῶσι τοῦτο, πολλάκις δ’ ἐλέγχειν καὶ ψέγειν ἐπονειδίστως τοὺς ἀναγκαιοτάτους, ὅταν αἱ τῶν ἐπιτηδευμάτων ἁμαρτίαι τοῦθ’ ὑποδεικνύωσιν. Ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα.      
                                                            Πολύβιος, Ιστορίαι                                                                                                       
Παρατηρήσεις
1.      Να μεταφραστεί: "Ἐν μέν οὖν τῷ λοιπῷ βίῳ… φίλους"
-7 μονάδες-
2.      Πώς πρέπει να αντιμετωπίζει ο ιστορικός τα πρόσωπα για τα οποία κάνει λόγο στο έργο του;
3.     Ποιες συνέπειες έχει για την ποιότητα του ιστορικού έργου η μη τήρηση των προϋποθέσεων που εκθέτει ο Πολύβιος;
-2 μονάδες-
4.      Α. Να σχηματίσετε σύνθετες λέξεις με δεύτερο συνθετικό το κόσμος.
Β. Να χωρίσετε τις παρακάτω λέξεις στα δύο συνθετικά τους μέρη:
οικοδεσπότης, λογογράφος, νικηφόρος, ιχθυοπώλης, διακοσμώ
-1 μονάδα-
Γραμματική – Συντακτικό
1.      Να γραφούν οι ζητούμενοι τύποι:
ἐρμηνεύω (γ’ ενικ. υποτ. αορ.)
θεραπεύω (β’ πλ. υποτ. παρακ.)
βλάπτω (α’ πλ. υποτ. παρακ.)
ἐρίζω (γ’ πλ. υποτ. ενστ.)
φονεύω (β’ εν. υποτ. αορ.)
-2 μονάδες-
2.      Να κλιθεί η Υποτακτική Παρακειμένου και η Οριστική Αορίστου του ρήματος διατάττω.
-1 μονάδα-
3.  Να τοποθετηθεί το επίθετο ή αντωνυμία στην ίδια πτώση με το ουσιαστικό και να μεταφερθούν τα ονοματικά σύνολα στον άλλο αριθμό:
(ὑγιείς) ……………………………… σῶμα
(πᾶς) ………………………………… στρατιωτών
(πλατύς) …………………………… μαχαιρῶν
(πλήρης) …………………………….. ἀγροὺς
(ἐλεήμων) ……………………………. θυμὸν
(κακοδαίμων) ………………………..πολιτῶν
(τὶς) …………………………………… ἄνθρωποι
(ὅστις) ………………………………… πόλεων
(πᾶς) …………………………………….. φύσεως
-5 μονάδες-
4.      Να βρεθούν τα Υποκείμενα των Απαρεμφάτων στις προτάσεις. 
α. Τοὺς βασιλέας δεῖ φιλανθρώπους εἶναι.
β. Ἀνάγκη ἐστὶ ὑμῖν μάχεσθαι.
-1 μονάδα-
     5.  Να χαρακτηριστούν οι υπογραμμισμένες μετοχές του κειμένου και να    βρεθούν    τα  υποκείμενά τους.
-1 μονάδα-


  


Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

"Η χρήση στερεοτύπων φύλου στη διαφήμιση" ΕΚΦΡΑΣΗ-ΕΚΘΕΣΗ Γ' ΛΥΚΕΙΟΥ

Eva-Britt Svensson: "Πρέπει να καταστεί αδύνατη η χρήση στερεοτύπων φύλου στη διαφήμιση"

Δικαιώματα της γυναίκας/Ισότητα των ευκαιριών - 02-09-2008 

 

Αρχή φόρμας

Svensson: " Tα στερεότυπα φύλου επηρεάζουν τις επιλογές εκπαίδευσης των νέων"

Συχνά βλέπουμε στην τηλεόραση γυναίκες που καθαρίζουν την κουζίνα και άνδρες που οδηγούν εντυπωσιακά αυτοκίνητα. Μπορεί η διαφήμιση να υπονομεύσει την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών; Η έκθεση της Σουηδέζας Eva-Britt Svensson -που θα συζητηθεί σήμερα το βράδυ από την Ολομέλεια- θέλει να εξαλείψει τα στερεότυπα, δημιουργώντας όργανα παρακολούθησης της κατάστασης και έναν κώδικα δεοντολογίας για τη διαφήμιση. Η "Πρώτη Σελίδα" μίλησε με την εισηγήτρια της έκθεσης.

Σύμφωνα με την έκθεση της Σουηδέζας Eva-Britt Svensson (Συνομοσπονδιακή Ομάδα της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς/Αριστερά των Πρασίνων των Βορείων Χωρών), "τα στερεότυπα φύλου στη διαφήμιση περιορίζουν τις γυναίκες, τους άνδρες, τα κορίτσια και τα αγόρια σε προκαθορισμένους και τεχνητούς ρόλους, οι οποίοι είναι συχνά υποτιμητικοί, ταπεινωτικοί και υποβαθμιστικοί για αμφότερα τα φύλα". Η "Πρώτη Σελίδα" μίλησε με την εισηγήτρια της έκθεσης.

Κα Svensson, πόσο ισχυρή είναι η επίδραση της διαφήμισης και του μάρκετινγκ στην ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών;

 Τα στερεότυπα φύλου στη διαφήμιση είναι ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν κατά πολύ τις προσπάθειες διασφάλισης πραγματικής ισότητας των φύλων στην κοινωνία. Η επιρροή αυτή εντείνεται από το γεγονός ότι πολλά άτομα δεν γνωρίζουν καν τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζονται από τις εικόνες από τις οποίες περιβάλλονται. Η διαφήμιση είναι σήμερα παντού: στο σπίτι, σε δημόσιους χώρους, εφημερίδες, περιοδικά, στην τηλεόραση, κλπ.

 Η χρήση στερεοτύπων για την απεικόνιση γυναικών και ανδρών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να είναι πλέον δύσκολο να δει κανείς τις γυναίκες και τους άνδρες σε περιβάλλον και ρόλους διαφορετικούς από τους παραδοσιακούς.

 Παράλληλα, τα στερεότυπα φύλου επηρεάζουν και τις επιλογές εκπαίδευσης και σταδιοδρομίας των νέων κοριτσιών και αγοριών.

 Τι μπορούν να κάνουν τα κράτη μέλη και η Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση;

  Μπορούν να έχουν γνώση των στερεοτύπων φύλου και να τα λαμβάνουν υπόψη τους. Μπορούν επίσης να διασφαλίσουν την ύπαρξη ενός οργάνου, στο οποίο θα μπορεί το κοινό να καταγγείλει στερεότυπα φύλου στους τομείς του μάρκετινγκ και της διαφήμισης. Το μελλοντικό Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων θα μπορεί επίσης να διεξάγει έρευνα προκειμένου να εντοπίζει στερεότυπα φύλου.

 

 Η ευαισθητοποίηση των καταναλωτών και του κοινού σχετικά με την επίδραση της διαφήμισης είναι πολύ σημαντική. Σήμερα, για παράδειγμα, δεν είναι δυνατό να προβάλλονται διαφημίσεις που οδηγούν σε αύξηση της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Η διαφήμιση διαφόρων προϊόντων πρέπει να επιδεικνύει υπευθυνότητα προς το περιβάλλον και να συμβάλλει στην πρόληψη της αλλαγής του κλίματος. Επομένως, σκοπός της έκθεσής μου είναι να καταστεί αδύνατη η χρήση στερεοτύπων φύλου στη διαφήμιση.

 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Βιβλιοπαρουσίαση "Το κτήμα που βλέπει στη θάλασσα"


Το βιβλίο του Τάσου Χαντζηαναστασίου, το "Κτήμα που βλέπει στη θάλασσα" (Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2013) θα παρουσιασθεί σε εκδήλωση που θα γίνει την Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, στις 7.30μμ στο Τριανόν στο Ναύπλιο.

Ομιλητές θα είναι ο Πέτρος Λυγίζος, φιλόλογος και λογοτέχνης, ο Γιώργος Καραμπελιάς, υπεύθυνος των Εναλλακτικών Εκδόσεων και συγγραφέας και ο συγγραφέας του βιβλίου Τάσος Χατζηαναστασίου με συντονιστή τον Γιώργο Κόνδη, Δρ Κοινωνιολογίας, διευθυντή του Σχολείου  Δεύτερης Ευκαιρίας Ναυπλίου.

 

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

"Οι ελληνικές αρχαιογνωσίες" Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής

Οι ελληνικές αρχαιογνωσίες
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 3/11/2013, ΤΟ ΒΗΜΑ, Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής

Κάποτε στη Γερμανία δεν μπορούσες να διεκδικήσεις διαπιστευτήρια διανοουμένου αν δεν έπαιρνες μέρος στη διαμάχη περί το ομηρικό ζήτημα· και κάποτε οι επιφανέστεροι αξιωματούχοι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας διέθεταν κατά προτίμησιν «Proficiency» στις κλασικές γλώσσες, τουτέστιν στα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά. Αν αυτά ήταν μεγαλεία, σήμερα είναι περασμένα, και τα δάκρυα περιττεύουν. Δεν περιττεύει ωστόσο η ανάγκη να συζητήσουμε με νηφάλιο, πληροφορημένο και γνωσιολογικά έγκυρο τρόπο τη σημασία της αρχαιογνωσίας σήμερα, τόσο για το λεγόμενο «ευρύτερο μορφωμένο κοινό» όσο, βέβαια, και για τη θεσμική εκπαίδευση. Τέτοια συζήτηση έχει δρομολογηθεί από καιρό σε χώρες όπου η «κλασική» συνιστώσα του εκπαιδευτικού προγράμματος, παραδοσιακά ρωμαλέα, αντιμετωπίζει τώρα αναμενόμενες πιέσεις και προκλήσεις είτε από την προέλαση νεοπαγών γνωστικών αντικειμένων είτε από τις προτεραιότητες μιας νέας τάξης πραγμάτων που θέλει τη γνώση-έρευνα άμεσα και πρακτικά εξαργυρώσιμη και απτά παραγωγική. Στο νέο αυτό περιβάλλον τα αρχαιογνωστικά αντικείμενα στην καλύτερη περίπτωση θεωρούνται υπερβολικά «βραδείας αποδεσμεύσεως» για να μπορούν να είναι μετρήσιμα μέσα στις επιβαλλόμενες προθεσμίες και στη χειρότερη περίπτωση υποβάλλονται σε σκαιό «κούρεμα».

Ασφαλώς, ανάλογες συζητήσεις αναφλέγονται κατά καιρούς και παρ' ημίν. Το επίπεδό τους ποικίλλει και είναι άμεσα συναρτημένο με τους παράγοντες (ιδιοσυγκρασιακούς, ιδεολογικούς, πολιτισμικούς) που εμπλέκονται, αλλά το ζήτημα εμφανίζει ιδιάζοντα χαρακτηριστικά στη χώρα μας, κυρίως επειδή εδώ τείνουμε να διεκδικούμε υψηλότερη «κληρονομικότητα» και προνομιακό «έννομο συμφέρον». Αυτό δεν είναι ούτε κατ' αρχήν ούτε αναγκαστικά άτοπο -
 ή μάλλον δεν θα ήταν αν, πρώτον, η συζήτηση γινόταν από γνήσιους και πληροφορημένους αρχαιογνώστες και αν, δεύτερον, το καύχημα της κληρονομικότητας και η προβολή του έννομου συμφέροντος ήταν καλύτερα και περισσότερο συντονισμένα με την «πειθαρχία» της αρχαιογνωσίας ως ακμαίου και αεί εξελισσόμενου ερευνητικού κλάδου σε διεθνή κλίμακα. Ατυχώς, τούτο δεν συμβαίνει, και παρ' όλο που δεν συμβαίνει, ή, μάλλον, ακριβώς επειδή δεν συμβαίνει, διαθέτουμε την ανάδελφη διάκριση των «πολλαπλών αρχαιογνωσιών».

Ακαδημαϊκή αρχαιογνωσία
: Πρόκειται για πανεπιστημιακή και σπουδαστηριακή καλλιέργεια, κυρίως με εισαγόμενους σπόρους και φυτά. Οι επιδόσεις της αποτυπώνονται σε εξειδικευμένες δημοσιεύσεις και όταν διεκδικούν σοβαρά ποσοστά ερευνητικής ή ερμηνευτικής πρωτοτυπίας είναι προσανατολισμένες στη διεθνή αρχαιογνωστική κοινότητα και μιλούν μιαν από τις λεγόμενες «ισχυρές» γλώσσες, σήμερα με αύξουσα συχνότητα την αγγλική. Η «σοφία» τους σπανίως, αν ποτέ, εμφανίζει πραγματική και ωφέλιμη ώσμωση με τον ευρύτερα κυκλοφορούντα αρχαιογνωστικό λόγο. Παρά την προφανή, και ευπρόσδεκτη, διεθνοποίηση των κλασικών σπουδών, θα θέλαμε να δούμε μια σοβαρή αρχαιογνωστική «σχολή σκέψης» με ελληνικό πρόσημο και ήθος, αλλά θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να πούμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει. Η παράπλευρη ζημιά από αυτήν την τάξη πραγμάτων είναι ότι πρωτότυπα αρχαιογνωστικά δημοσιεύματα στα ελληνικά είτε σπανίζουν είτε δεν είναι αρκετά πρωτότυπα, και πάντως σπανίως δέχονται σοβαρό κριτικό έλεγχο, που είναι ο κινητήρας της ερευνητικής υπευθυνότητας.

Πατριωτική αρχαιογνωσία:
 
Εδώ υπάρχουν υποκατηγορίες. Στην καλύτερη εκδοχή της η πατριωτική αρχαιογνωσία διακινείται από λιγότερο ή περισσότερο «διαβασμένους» που είναι, ωστόσο, ευεπίφοροι στην αντίληψη ότι η (ελληνική) Αρχαιότητα δεν αποτελεί δυναμικό ερευνητικό πεδίο όπου διακυβεύεται, κάθε φορά με νέους ιστορικούς όρους, η διαλεκτική παρελθόντος και παρόντος ή συνέχειας και ασυνέχειας, αλλά αμετακίνητο σημείο υποδειγματικής αναφοράς. Η αντίληψη αυτή δύσκολα αφήνει χώρο στην αυθεντική ερευνητική εγρήγορση και συχνότερα διολισθαίνει στον αρχαιογνωστικό τοτεμισμό. Είναι αυτονόητο ότι αυτό το είδος αρχαιογνωσίας στην πράξη, αν όχι και στη θεωρία, ξεχνάει την κλασική συνωρίδα Ελλάδας - Ρώμης και ποντάρει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στο ελληνικό άλογο. Στην πιο εύπεπτη εκδοχή της, η πατριωτική αρχαιογνωσία διαπρέπει σε στατιστικές μελέτες και μετρήσεις, και ιχνηλατεί το αφειδές λεξιλογικό αποτύπωμα της ελληνικής στον παγκόσμιο γλωσσικό άτλαντα. Η διαχρονική ελληνική ως ΔΓΤ (Διεθνές Γλωσσικό Ταμείο) που δανείζει γενναιόδωρα στις αναγκεμένες λαλιές της οικουμένης είναι, στον βαθμό που είναι, μια πραγματικότητα που δεν έχει κανείς λόγο ή όρεξη να αμφισβητήσει, αλλά η συνεχής λιτάνευση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί περισσότερο φορμαλιστική αυταρέσκεια (ίσως και μια «πολιτισμένη εκδίκηση» για τα άλλα μας δάνεια από το «άλλο» Ταμείο) παρά ουσιαστική και χρήσιμη αρχαιογνωσία.

Πολιτική αρχαιογνωσία
: Διαπλέκεται συχνά με την προηγούμενη, αλλά είναι συνήθως πολύ ευκαιριακή και «λάιτ». Ενδέχεται να κάνει φευγαλέες επετειακές εμφανίσεις, δεν την ευνοεί γενικώς το παρόν κλίμα ψυχαναγκαστικής οικονομολογίας και δεν θα τη σχολιάζαμε αν πρόσφατα στο Κοινοβούλιο δεν είχαν τοιχοκολληθεί οι νεκρολογίες για τα Αρχαία Ελληνικά και, πολύ περισσότερο ασφαλώς, για τα «οθνεία» Λατινικά. Αλλά στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε εν καιρώ.

Κιτς αρχαιογνωσία
: Εδώ ο όρος «αρχαιογνωσία» είναι προφανώς καταχρηστικός και, όπως θα έλεγαν και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας, περνάμε σε εντελώς διαφορετικό «είδος». Δεν είναι καινούργιο, γνώρισε κάποια άνθηση στο Απριλιανό περιβόλι με πλαστικές «φαντασμαγορίες» αλήστου γούστου και επανέκαμψε στην επικαιρότητα με την ευγενή χορηγία του πολιτιστικού τομέα της Χρυσής Αυγής. Δεν επιθυμούμε να συνδέσουμε άμεσα τέτοιες φαιδρές εκτροπές με την καλοπροαίρετη πτέρυγα της πατριωτικής αρχαιογνωσίας, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε ότι και στις δύο περιπτώσεις ελλοχεύει ένα «μελό» εσωτερικής στόχευσης και κατανάλωσης.

Η μελέτη και έρευνα του κλασικού κόσμου στο ελληνορωμαϊκό συνολό του αποτελεί την «αρχαιολογία» της πολιτισμικής αυτογνωσίας της Δύσης. Και είτε ως εκπαιδευτικό αγαθό είτε ως ευρύτερη συμβολή στην καλλιέργεια της ιστορικής μας νοημοσύνης, έχουμε την υποχρέωση να τη συζητήσουμε με σοβαρότητα. Πρόκειται όχι για μνημείο αλλά για ζώσα παρακαταθήκη και παγκόσμια κληρονομιά. Κανείς δεν θα μας μεμφθεί για εκείνην την ιδιαίτερη αίσθηση «έννομου συμφέροντος», αλλά και δεν θα ωφεληθούμε πραγματικά από την παιδευτική, με την ευρύτερη δυνατή σημασία, αξία της κλασικής παράδοσης αν συνεχίσουμε να συνδυάζουμε λειψή γνώση και εξαπλουστευμένη πατριωτική αρχαιογνωσία. Εννοείται ότι η ευθύνη (με τη μορφή υπεύθυνης εξωστρέφειας) να κινηθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση ανήκει και στους ενοίκους των ακαδημαϊκών σπουδαστηρίων. Και τότε μπορούμε βάσιμα να ελπίζουμε ότι το κιτς, μαζί με τις άλλες παρενέργειες, θα εκλείψουν φυσιολογικά.
















O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης.