Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας (4)

■  Απαρέμφατο

Έχει ιδιότητες και του ρήματος (έχει χρόνους, διαθέσεις, συντάσσεται όπως το ρήμα, προσδιορίζεται από επίρρημα, συνοδεύεται από το δυνητικό ἄν- σε κάθε χρόνο εκτός από το Μέλλοντα) και του ουσιαστικού (δέχεται το ουδέτερο άρθρο σε κάθε πτώση του ενικού αριθμού, συνδέεται με άλλα ουσιαστικά).
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπάρχουν δύο κατηγορίες απαρεμφάτων: α) το άναρθρο (που διακρίνεται σε τελικό και ειδικό) και β) το έναρθρο (που χρησιμοποιείται όπως τα ουσιαστικά).
Α. Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμεύει:
1. α) Ως υποκείμενο απροσώπων ρημάτων ή εκφράσεων. Το ειδικό απαρέμφατο μεταφράζεται με το ότι + ειδική πρόταση ή άλλη πρόταση επιθυμίας. Το τελικό απαρέμφατο μεταφράζεται με το να + υποτακτική.
Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο παίρνουν τα παρακάτω απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις: δοκεῖ, πρέπει, εἵμαρται (=είναι πεπρωμένο), ἔνεστι (=είναι δυνατό), προσήκει, εἵμαρτο (=ήταν πεπρωμένο), ἐνδέχεται, πάρεστι, ἔξεστι, χρή, μέλει, δεῖ, ἀνάγκη ἐστι, ἀναγκαίως ἔχει, ἀδύνατόν ἐστιν, χρεών ἐστι, εὖ ἔχει, δυνατὸν ἐστίν, οἷόν τ’ ἐστιν (=είναι δυνατόν), καιρὸς ἐστίν, καλῶς ἔχει, ἄξιόν ἐστι, ὥρα ἐστίν, εἰκός ἐστιν, ῥαδίως ἔχει (=είναι εύκολο) κ.α.
Ειδικό απαρέμφατο ως υποκείμενο παίρνουν τα παρακάτω απρόσωπα ρήματα: ἀγγέλλεται, ᾄδεται, δοκεῖ, θρυλεῖται, λέγεται, νομίζεται, ὁμολογεῖται κ.α. 
2. β) Ως αντικείμενο διαφόρων κατηγοριών ρημάτων.
Τελικό απαρέμφατο (σ’όλους τους χρόνους πλην μέλλοντα) ως αντικείμενο παίρνουν οι παρακάτω κατηγορίες ρημάτων: 
βουλητικά ή εφετικά, κελευστικά ή προτρεπτικά, κωλυτικά ή απαγορευτικά, δυνητικά ή αποπειρατικά, όσα σημαίνουν αποφασίζω ή διανοούμαι να...
Ειδικό απαρέμφατο (σ’όλους τους χρόνους) ως αντικείμενο παίρνουν οι παρακάτω κατηγορίες ρημάτων: λεκτικά, δοξαστικά, γνωστικά, σπάνια τα αισθητικά.
3. Ως κατηγορούμενο με συνδετικά ρήματα, κυρίως σε ορισμούς. Στην περίπτωση αυτή έχουμε άναρθρο απαρέμφατο, το οποίο μεταφράζεται ως ουσιαστικό.
4. Ως επεξήγηση σε ουσιαστικά, ουδέτερα αντωνυμιών ή στα επιρρήματα ὧδε, οὕτω.
5. Ως προσδιορισμός:
α. του κατά τι ή της αναφοράς i. από τα επίθετα: ἄξιος, ἀγαθός, ἐπιτήδειος, ἡδύς, ἱκανός, ii. από τα ουσιαστικά: σχολή, κίνδυνος, φόβος, θαῦμα.
β. του σκοπού ή του αποτελέσματος  i. με ρήματα κίνησης: πέμπω, βαίνω, ἥκω, ii. με ρήματα σκόπιμης ενέργειας: δίδωμι, παρασκευάζομαι, αἱροῦμαι, τάττω  κ.τ.λ.
6. Ως απόλυτο απαρέμφατο σε στερεότυπες εκφράσεις, έχοντας την έννοια του σκοπού ή της αναφοράς.
7. Ως ανεξάρτητο απαρέμφατο αντί προστακτικής και ευκτικής σε επιφωνηματικές εκφράσεις.
Β. Το έναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται όπως και κάθε όνομα, δηλαδή ως υποκείμενο, αντικείμενο, οποιοδήποτε προσδιορισμός (ομοιόπτωτος, ετερόπτωτος, επιρρηματικός, εμπρόθετος).
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου.
α. Στην περίπτωση της ταυτοπροσωπίας, εννοείται σε πτώση ονομαστική.
Π.χ. Ἐγώ βούλομαι λέγειν.
β. Στην περίπτωση της ετεροπροσωπίας, τίθεται ή εννοείται σε πτώση αιτιατική.
Π.χ. Ὁ κατήγορος φησὶ εἶναι με ἄδικον.
     Στην απρόσωπη σύνταξη έχουμε πάντα ετεροπροσωπία.
Π.χ. Χρὴ ἔχειν νοῦν τὸν στρατηλάτην.
        Προσήκει τιμᾶν ἡμᾶς τοὺς θεούς.














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου