Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ 199. – Ἐπιστολὴ πρὸς Μενοικέα §§ 121-128 (γράφει για το θάνατο)

Επικούρεια ηθική

Από τη μεγάλη συγγραφική παραγωγή του Επίκουρου έχουν σωθεί, αν εξαιρέσει κανείς κάποια αποσπάσματα του έργου Περί φύσεως,που έχουν βρεθεί σε παπύρους από το Ηράκλειον της Κάτω Ιταλίας, μόνο δύο συλλογές με βασικά σημεία της διδασκαλίας του υπό μορφή αφορισμών και τρεις επιστολές. Από τις επιστολές του η πρώτη (Πρὸς Ἡρόδοτον) συνοψίζει τη φυσική του φιλοσοφία, η δεύτερη (Πρὸς Πυθοκλέα) παρουσιάζει τις σχετικές με αστρονομικά και "μετεωρολογικά" θέματα απόψεις του, ενώ η τρίτη, η οποία απευθύνεται σ᾽ έναν άγνωστο κατά τα άλλα φίλο του που ονομάζεται Μενοικεύς, συνοψίζει την ηθική του φιλοσοφία. Ως ύψιστο αγαθό θεωρεί ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Μενοικέα την "ηδονή", με την οποία δεν εννοεί όμως τις επιμέρους απολαύσεις, αλλά την κατάσταση της ευδαιμονίας που πηγάζει από την ἀταραξίαν της ψυχής, όταν αυτή έχει απελευθερωθεί από κάθε πόνο και κάθε φόβο: "Όταν λοιπόν υποστηρίζουμε ότι ο τελικός σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων κι αυτές που συνίστανται στην αισθησιακή απόλαυση, όπως ορισμένοι νομίζουν [...], αλλά εννοούμε το να μην έχει κανείς σωματικό πόνο και ταραχή ψυχική". Για να το επιτύχει αυτό κανείς, πρέπει να αρκείται στις αναγκαίες απολαύσεις, που ικανοποιούνται εύκολα (οι μη αναγκαίες, λέει ο Επίκουρος, δεν αυξάνουν την ηδονή), και να απέχει από τη δραστήρια κοινωνική και πολιτική ζωή (λάθε βιώσας = ζήσε απαρατήρητος).


[121] Ἐπίκουρος Μενοικεῖ χαίρειν.
[122] μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν, μήτε γέρων ὑπάρχων κοπιάτω φιλοσοφῶν. οὔτε γὰρ ἄωρος οὐδείς ἐστιν οὔτε πάρωρος πρὸς τὸ κατὰ ψυχὴν ὑγιαῖνον. ὁ δὲ λέγων ἢ μήπω τοῦ φιλοσοφεῖν ὑπάρχειν ὥραν ἢ παρεληλυθέναι τὴν ὥραν, ὅμοιός ἐστιν τῷ λέγοντι πρὸς εὐδαιμονίαν ἢ μὴ παρεῖναι τὴν ὥραν ἢ μηκέτι εἶναι. ὥστε φιλοσοφητέον καὶ νέῳ καὶ γέροντι, τῷ μὲν ὅπως γηράσκων νεάζῃ τοῖς ἀγαθοῖς διὰ τὴν χάριν τῶν γεγονότων, τῷ δὲ ὅπως νέος ἅμα καὶ παλαιὸς ᾖ διὰ τὴν ἀφοβίαν τῶν μελλόντων· μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν.
[123] ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ᾽ εἶναι διαλαμβάνων. πρῶτον μὲν τὸν θεὸν ζῷον ἄφθαρτον καὶ μακάριον νομίζων, ὡς ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις ὑπεγράφη, μηθὲν μήτε τῆς ἀφθαρσίας ἀλλότριον μήτε τῆς μακαριότητος ἀνοίκειον αὐτῷ πρόσαπτε· πᾶν δὲ τὸ φυλάττειν αὐτοῦ δυνάμενον τὴν μετὰ ἀφθαρσίας μακαριότητα περὶ αὐτὸν δόξαζε. θεοὶ μὲν γὰρ εἰσίν· ἐναργὴς γὰρ αὐτῶν ἐστιν ἡ γνῶσις· οἵους δ᾽ αὐτοὺς ‹οἱ› πολλοὶ νομίζουσιν, οὐκ εἰσίν· οὐ γὰρ φυλάττουσιν αὐτοὺς οἵους νοοῦσιν. ἀσεβὴς δὲ οὐχ ὁ τοὺς τῶν πολλῶν θεοὺς ἀναιρῶν, ἀλλ᾽ ὁ τὰς τῶν πολλῶν δόξας θεοῖς προσάπτων. [124] οὐ γὰρ προλήψεις εἰσὶν ἀλλ᾽ ὑπολήψεις ψευδεῖς αἱ τῶν πολλῶν ὑπὲρ θεῶν ἀποφάσεις. ἔνθεν αἱ μέγισται βλάβαι ἐκ θεῶν ἐπάγονται καὶ ὠφέλειαι. ταῖς γὰρ ἰδίαις οἰκειούμενοι διὰ παντὸς ἀρεταῖς τοὺς ὁμοίους ἀποδέχονται, πᾶν τὸ μὴ τοιοῦτον ὡς ἀλλότριον νομίζοντες. 
Συνέθιζε δὲ ἐν τῷ νομίζειν μηδὲν πρὸς ἡμᾶς εἶναι τὸν θάνατον· ἐπεὶ πᾶν ἀγαθὸν καὶ κακὸν ἐν αἰσθήσει· στέρησις δέ ἐστιν αἰσθήσεως ὁ θάνατος. ὅθεν γνῶσις ὀρθὴ τοῦ μηθὲν εἶναι πρὸς ἡμᾶς τὸν θάνατον ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν, οὐκ ἄπειρον προστιθεῖσα χρόνον, ἀλλὰ τὸν τῆς ἀθανασίας ἀφελομένη πόθον. [125] οὐθὲν γάρ ἐστιν ἐν τῷ ζῆν δεινὸν τῷ κατειληφότι γνησίως τὸ μηδὲν ὑπάρχειν ἐν τῷ μὴ ζῆν δεινόν. ὥστε μάταιος ὁ λέγων δεδιέναι τὸν θάνατον οὐχ ὅτι λυπήσει παρών, ἀλλ᾽ ὅτι λυπεῖ μέλλων. ὃ γὰρ παρὸν οὐκ ἐνοχλεῖ, προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ. τὸ φρικωδέστατον οὖν τῶν κακῶν ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ᾽ ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. οὔτε οὖν πρὸς τοὺς ζῶντάς ἐστιν οὔτε πρὸς τοὺς τετελευτηκότας, ἐπειδήπερ περὶ οὓς μὲν οὐκ ἔστιν, οἳ δ᾽ οὐκέτι εἰσίν. ἀλλ᾽ οἱ πολλοὶ τὸν θάνατον ὁτὲ μὲν ὡς μέγιστον τῶν κακῶν φεύγουσιν, ὁτὲ δὲ ὡς ἀνάπαυσιν τῶν ἐν τῷ ζῆν ‹κακῶν αἱροῦνται. [126] ὁ δὲ σοφὸς οὔτε παραιτεῖται τὸ ζῆν› οὔτε φοβεῖται τὸ μὴ ζῆν· οὔτε γὰρ αὐτῷ προσίσταται τὸ ζῆν οὔτε δοξάζεται κακὸν εἶναί τι τὸ μὴ ζῆν. ὥσπερ δὲ τὸ σιτίον οὐ τὸ πλεῖστον πάντως ἀλλὰ τὸ ἥδιστον αἱρεῖται, οὕτω καὶ χρόνον οὐ τὸν μήκιστον ἀλλὰ τὸν ἥδιστον καρπίζεται. ὁ δὲ παραγγέλλων τὸν μὲν νέον καλῶς ζῆν, τὸν δὲ γέροντα καλῶς καταστρέφειν, εὐήθης ἐστὶν οὐ μόνον διὰ τὸ τῆς ζωῆς ἀσπαστόν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ τὴν αὐτὴν εἶναι μελέτην τοῦ καλῶς ζῆν καὶ τοῦ καλῶς ἀποθνῄσκειν. πολὺ δὲ χείρων καὶ ὁ λέγων καλὸν μὴ φῦναι, 
φύντα δ᾽ ὅπως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι.
[127] εἰ μὲν γὰρ πεποιθὼς τοῦτό φησιν, πῶς οὐκ ἀπέρχεται ἐκ τοῦ ζῆν; ἐν ἑτοίμῳ γὰρ αὐτῷ τοῦτ᾽ ἐστίν, εἴπερ ἦν βεβουλευμένον αὐτῷ βεβαίως· εἰ δὲ μωκώμενος, μάταιος ἐν τοῖς οὐκ ἐπιδεχομένοις. 
Μνημονευτέον δὲ ὡς τὸ μέλλον οὔτε πάντως ἡμέτερον οὔτε πάντως οὐχ ἡμέτερον, ἵνα μήτε πάντως προσμένωμεν ὡς ἐσόμενον μήτε ἀπελπίζωμεν ὡς πάντως οὐκ ἐσόμενον. 
Ἀναλογιστέον δὲ ὡς τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι φυσικαί, αἱ δὲ κεναί, καὶ τῶν φυσικῶν αἱ μὲν ἀναγκαῖαι, αἱ δὲ φυσικαὶ μόνον· τῶν δὲ ἀναγκαίων αἱ μὲν πρὸς εὐδαιμονίαν εἰσὶν ἀναγκαῖαι, αἱ δὲ πρὸς τὴν τοῦ σώματος ἀοχλησίαν, αἱ δὲ πρὸς αὐτὸ τὸ ζῆν. [128] τούτων γὰρ ἀπλανὴς θεωρία πᾶσαν αἵρεσιν καὶ φυγὴν ἐπανάγειν οἶδεν ἐπὶ τὴν τοῦ σώματος ὑγίειαν καὶ τὴν τῆς ψυχῆς ἀταραξίαν, ἐπεὶ τοῦτο τοῦ μακαρίως ζῆν ἐστι τέλος. τούτου γὰρ χάριν πάντα πράττομεν, ὅπως μήτε ἀλγῶμεν μήτε ταρβῶμεν. ὅταν δὲ ἅπαξ τοῦτο περὶ ἡμᾶς γένηται, λύεται πᾶς ὁ τῆς ψυχῆς χειμών, οὐκ ἔχοντος τοῦ ζῴου βαδίζειν ὡς πρὸς ἐνδέον τι καὶ ζητεῖν ἕτερον ᾧ τὸ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀγαθὸν συμπληρώσεται. τότε γὰρ ἡδονῆς χρείαν ἔχομεν, ὅταν ἐκ τοῦ μὴ παρεῖναι τὴν ἡδονὴν ἀλγῶμεν· ‹ὅταν δὲ μὴ ἀλγῶμεν› οὐκέτι τῆς ἡδονῆς δεόμεθα.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Ο Επίκουρος στέλνει στον Μενοικέα τον χαιρετισμό του!

[122] Δεν πρέπει κανείς ούτε όταν είναι νέος να διστάζει να φιλοσοφεί, ούτε πάλι σαν είναι γέροντας να βαριεστίζει και να μη φιλοσοφεί. Κανένας δεν είναι άγουρος ακόμη, και για κανέναν δεν είναι πια πολύ αργά να φροντίσει για την υγεία της ψυχής του. Κι όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να φιλοσοφήσει ή ότι ο καιρός αυτός έχει περάσει πια, μοιάζει σ᾽ εκείνον ο οποίος λέει ότι δεν έχει έρθει ακόμη ο καιρός για την ευτυχία ή ότι δεν είναι πια καιρός γι᾽ αυτήν. Πρέπει, επομένως, και ο γέροντας να φιλοσοφεί και ο νέος: ο ένας για να μείνει, κι όταν γερνά, νέος χάρη στα όμορφα πράγματα, καθώς με χαρά θα ανατρέχει στα περασμένα, ο άλλος για να ᾽ναι και ως νέος συνάμα γέροντας, καθώς δεν θα τον κυριεύσει φόβος για τα μελλούμενα.1 Είναι λοιπόν ανάγκη να στοχαζόμαστε τα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, αφού όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, ενώ όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την έχουμε.
[123] Τα πράγματα, που συνεχώς σου συνιστούσα, να τα πράττεις και να τα στοχάζεσαι ξεχωρίζοντάς τα ως θεμελιώδεις αρχές της ευτυχισμένης ζωής. Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, πιστεύοντας ότι ο θεός είναι ον ζωντανό, αθάνατο και ευτυχισμένο, σύμφωνα με την παράσταση του θεού που έχει αποτυπωθεί στον νου των ανθρώπων, να μην αποδίδεις σ᾽ αυτόν τίποτε ξένο προς την αφθαρσία του, τίποτε αταίριαστο στη μακαριότητά του· απεναντίας, να πιστεύεις γι᾽ αυτόν οτιδήποτε είναι ικανό να διαφυλάξει τη μακαριότητά του, τη διαπλεγμένη με αθανασία. Οι θεοί υπάρχουν· πρόδηλη είναι η γνώση γι᾽ αυτούς. Ωστόσο δεν είναι, οι θεοί, όπως τους πιστεύει ο πολύς κόσμος· γιατί δεν υπάρχει λογική συνοχή σε όσα πρεσβεύει ο πολύς κόσμος γι᾽ αυτούς. Και ασεβής δεν είναι όποιος αρνείται τους θεούς των πολλών ανθρώπων αλλά όποιος [124] αποδίδει στους θεούς όσα οι πολλοί πιστεύουν γι᾽ αυτούς. Γιατί δεν είναι στέρεες παραστάσεις όσα οι πολλοί λένε για τους θεούς αλλά εικασίες δίχως αλήθεια -ότι δηλαδή οι μεγαλύτερες συμφορές και τα μεγαλύτερα ωφελήματα προέρχονται από τους θεούς. Γιατί οι άνθρωποι, εξοικειωμένοι πέρα για πέρα με τις δικές τους αρετές, αποδέχονται μόνο τους όμοιούς τους, θεωρώντας ξένο ό,τι δεν είναι τέτοιας υφής.
Να συνηθίζεις στην ιδέα ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα· γιατί κάθε καλό και κάθε κακό έγκειται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αισθητό -και ο θάνατος είναι στέρηση της αίσθησης. Η επίγνωση, έτσι, ότι ο θάνατος είναι για μας ένα τίποτα μας κάνει ευχάριστη τη θνητή ζωή μας, όχι γιατί προσθέτει άπειρο χρόνο σ᾽ αυτήν αλλά [125] γιατί αφαιρεί τον πόθο της αθανασίας. Γιατί τίποτε μέσα στη ζωή δεν είναι φοβερό για όποιον έχει στ᾽ αλήθεια κατανοήσει ότι τίποτε φοβερό δεν υπάρχει στο να μη ζει κανείς. Είναι ως εκ τούτου ανόητος όποιος λέει ότι φοβάται τον θάνατο όχι επειδή θα υποφέρει σαν έρθει ο θάνατος, αλλά επειδή του είναι δυσάρεστη η ιδέα ότι πρόκειται νά ᾽ρθει ο θάνατος. Γιατί αδίκως θλιβόμαστε περιμένοντας ένα πράγμα που σαν το ᾽χουμε δίπλα μας δεν ενοχλεί. Το πιο φρικτό λοιπόν απ᾽ όλα τα άσχημα πράγματα, ο θάνατος, είναι για μας ένα τίποτε, ακριβώς γιατί όταν εμείς υπάρχουμε ο θάνατος δεν είναι κοντά μας, κι όταν πάλι έρθει ο θάνατος δίπλα μας, τότε πια δεν υπάρχουμε εμείς. Ούτε τους ζωντανούς λοιπόν αφορά ο θάνατος ούτε τους πεθαμένους, αφού για εκείνους δεν υπάρχει, ενώ αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν πια υπόσταση. Βέβαια, οι πολλοί από τη μια πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο ως την πιο μεγάλη, κατ᾽ αυτούς, συμφορά, κι από την άλλη τον αναζητούν ως ανάπαυση από τα δεινοπαθήματα [126] της ζωής. Ωστόσο ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί ούτε αποτελεί γι᾽ αυτόν ενόχληση το ότι ζει ούτε πάλι νομίζει ότι είναι κακό να μη ζει κανείς. Κι όπως στο φαγητό δεν προτιμά με κανέναν τρόπο τη μεγαλύτερη ποσότητα αλλά το πιο εύγευστο, όμοια κι εδώ δεν απολαμβάνει τον διαρκέστερο χρόνο αλλά τον όσο το δυνατόν πιο ευχάριστο. Κι αυτός2 πάλι που προτρέπει τον νέο να ζει όμορφα και τον γέροντα να δώσει όμορφο τέλος στη ζωή του είναι ανόητος, όχι μόνο επειδή η ζωή είναι κάτι επιθυμητό αλλά και επειδή το να ζει κανείς όμορφα και να πεθαίνει όμορφα είναι ένα και το αυτό εγχείρημα. Πολύ χειρότερος όμως είναι αυτός που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθεί κανείς.
κι άμα γεννηθεί, γοργά
τις πύλες του Άδη να διαβεί.3
[127] Αν το λέει από πεποίθηση, γιατί δεν φεύγει από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν αυτό αποτελεί εδραία πεποίθησή του. Αν πάλι το λέει έτσι στ᾽ αστεία, δείχνει ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν το σηκώνουν.
Κι ακόμη πρέπει να θυμόμαστε ότι το μέλλον δεν είναι εντελώς δικό μας αλλά ούτε κι εντελώς όχι δικό μας, ώστε μήτε να το προσμένουμε ως εντελώς βέβαιο μήτε πάλι να απελπιζόμαστε πως δεν πρόκειται νά ᾽ρθει ποτέ!
Ας αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές κι άλλες χωρίς ουσία, και ότι από τις φυσικές επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες κι άλλες απλώς φυσικές· από τις αναγκαίες, τέλος, επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για την αποφυγή [128] σωματικών ενοχλήσεων, και άλλες για την ίδια τη ζωή. Η σωστή θεώρηση αυτών των πραγμάτων ξέρει να ανάγει καθετί που επιλέγουμε και καθετί που αποφεύγουμε στην υγεία του σώματος και την ηρεμία της ψυχής, αφού σε τούτο συνίσταται ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής. Για χάρη αυτού του στόχου κάνουμε ό,τι κάνουμε: για να μην αισθανόμαστε πόνο και να μη μας κυριεύει ο φόβος. Κι όταν κάποια στιγμή το κατορθώσουμε αυτό, αμέσως καταλαγιάζει όλη η θύελλα της ψυχής, αφού το ζωντανό πλάσμα δεν έχει πια ανάγκη να κατευθύνει τα βήματά του σε κάτι που του λείπει και να αναζητήσει κάτι με το οποίο θα ολοκληρώσει το καλό της ψυχής και του σώματος. Την ηδονή, βλέπεις, την χρειαζόμαστε όταν η στέρησή της μας προξενεί πόνο· όταν δεν αισθανόμαστε πόνο, δεν χρειαζόμαστε πια την ηδονή.

(μετάφραση Νίκος Σκουτερόπουλος)

1 Επειδή ο θάνατος δεν θα του προκαλεί φόβο. Σύμφωνα με την "ατομική" θεωρία, που ασπάζεται ο Επίκουρος, η διάλυση των ατόμων, που συνεπάγεται ο θάνατος, σημαίνει ότι με το θάνατο παύει να υπάρχει αντιληπτική αίσθηση. Όπως δεν αντιλαμβανόμαστε οδυνηρά γεγονότα που συνέβησαν πριν από τη γέννησή μας, έτσι δεν αντιλαμβανόμαστε παρόμοια γεγονότα μετά το θάνατό μας.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ


Ποια είναι όμως η συνάφεια της φιλοσοφίας του Νίτσε -ενός σοφού, που οι περισσότεροι έχουμε μάθει να τον συνδέουμε με τον μηδενισμό και την καταστροφή- με τα ζητήματα της θεραπευτικής σχέσης; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν το Νίτσε ως θεραπευτή, έναν άνθρωπο που φιλοδοξούσε να θεραπεύσει ολόκληρη την εποχή του από τον μετα-δαρβινικό μηδενισμό του τέλους του 19ου αιώνα. Στο θάνατο του Θεού ο Νίτσε έβλεπε μια ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα αξιών, βασισμένο στην επίγεια ζωή κι όχι στην προσδοκία μιας μετά θάνατον ζωής.

Είναι σημαντικό ν’ αντιληφθούμε ότι η καταστροφή δεν ήταν, για τον Νίτσε, παρά ένα στάδιο στη διαδικασία της δημιουργίας, αφού, όπως έγραφε, ο νέος εαυτός δεν μπορεί να δημιουργηθεί παρά στις στάχτες του παλιού. Η νιτσεϊκή ιδέα του Υπεράνθρωπου αφορά το ξεπέρασμα του περιορισμού του εαυτού, την αξιοποίηση των προσωπικών δυνατοτήτων και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης απέναντι στη ζωή. Ο Υπεράνθρωπος αγαπά τη μοίρα του, την επιλέγει, αγκαλιάζει τα βάσανά του και τα μετατρέπει σε τέχνη και ομορφιά. Έτσι αποκτά μια φιλοσοφική ψυχή και μ’ αυτή την έννοια αντιπροσωπεύει το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Ο άνθρωπος, κατά τον Νίτσε, οφείλει να κατακτήσει τον εαυτό του μετά από μια εσωτερική διαδικασία αυτοπραγμάτωσης. Ο Νίτσε τόνιζε συχνά τη σημασία της συμφιλίωσης του ατόμου με την ανθρώπινη μοίρα, με τη βαθύτερη υπαρξιακή, έννοια του όρου. Είναι χαρακτηριστικό το σύνθημα του, «Ότι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό». Ο εξελιγμένος άνθρωπος οφείλει, κατά τον Νίτσε, να μπορέσει να κοιτάξει κατάματα αυτή τη μοίρα και να απελευθερωθεί αντέχοντας αυτή τη γνώση.

Παρόλο που ο Νίτσε ποτέ δεν αναφέρθηκε στην ιατρική ή την ψυχιατρική, πίστευε ότι οι φιλόσοφοι-θεραπευτές πρέπει να θεραπεύσουν πρώτα τον εαυτό τους προκειμένου να βοηθήσουν τους άλλους. Θεωρούσε επίσης ότι, ενώ η πλήρης αυτογνωσία μπορεί να μην είναι επιτεύξιμη, οι θεραπευτές μπορούν να οδηγήσουν τους ασθενείς τους μακρύτερα από το σημείο όπου έχουν φτάσει οι ίδιοι.

Ο Γιάλομ, έχοντας μελετήσει το έργο αλλά και τις επιστολές του Νίτσε, τον φαντάζεται ως θεραπευτή φιλόδοξο, απόλυτο και ασυμβίβαστο. Δεν κάνει παραχωρήσεις, περιμένει απ’ τον συνομιλητή του ν’ αντιμετωπίσει μόνος του την αλήθεια για τον εαυτό του  και την υπαρξιακή του κατάσταση, σε αντίθεση με τον ηπιότερο, πιο συμβιβασμένο με τα ανθρώπινα μέτρα, γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ. Είναι μεγάλη η μαεστρία του Γιάλομ, που αποδίδει συμπληρωματικά γνωρίσματα, σε επίπεδο προσωπικότητας, χαρακτήρα και κοσμοθεωρίας, στο δίδυμο των θεραπευόμενων – θεραπευτών Μπρόιερ και Νίτσε.

Είναι βέβαιο ότι ο Νίτσε δεν γνώριζε το έργο του Φρόυντ. […] Στο δοκίμιο του για τη συγγραφή του Όταν έκλαψε ο Νίτσε, ο Γιάλομ αναφέρει ότι το 1908 η Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης αφιέρωσε δύο ολόκληρες συνεδριάσεις στο Νίτσε, στη διάρκεια των οποίων ο ίδιος ο Φρόυντ αναγνώρισε -όπως φαίνεται από τα δημοσιευμένα πρακτικά- πως ο Νίτσε είχε φτάσει σε διαπιστώσεις εντυπωσιακά όμοιες μ’ εκείνες των συστηματικών ερευνών της ψυχανάλυσης, ενώ η Εταιρεία απέδωσε στον Νίτσε την πρωτιά στην ανακάλυψη της κάθαρσης, της απώθησης, της σημασίας της λήθης, της καταφυγής στην αρρώστια, ως ένδειξης υπερβολικής ευαισθησίας του ατόμου στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν στη ζωή, και της σπουδαιότητας των ενστίκτων –τόσο των σεξουαλικών όσο και των σαδιστικών. Πολύ αργότερα, όταν η Γκεστάπο ανάγκασε τον Φρόυντ να εγκαταλείψει τη Βιέννη αφήνοντας πίσω του το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του, εκείνος επέλεξε να πάρει μαζί του στο Λονδίνο την πλήρη σειρά των βιβλίων του Νίτσε, που του είχε δωρίσει ο ψυχαναλυτής Όττο Ρανκ.

Από την εισαγωγή των Ε. Ανδριτσάνου και Γ. Ζέρβα στο Irvin D. YaIon: Όταν έκλαψε ο Νίτσε

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

GIVE GREECE A CHANCE


Η καθημερινότητα των Ελλήνων φανερώνει χαρακτηριστικά της παιδείας τους

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ *
Η καθημερινότητα των Ελλήνων φανερώνει χαρακτηριστικά της παιδείας τους
ΠΟΛΙΤΙΚΗ 29.05.2014
Η συλλογιστική προσέγγισης του θέματος βασίζεται στην παραδοχή ότι η διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς κάθε ατόμου συνιστά δημιούργημα της επιρροής, κυρίως, του περιβαλλοντικού παράγοντα. Με άλλα λόγια, στην κοινωνική συμπεριφορά συμπυκνώνονται οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι στάσεις, οι αντιλήψεις, οι νοοτροπίες, οι πληροφορίες και, γενικά, οι ιδιαιτερότητες που βιώνει κάθε άτομο μέσα από τη συναναστροφή και την αλληλεπίδρασή του με πρόσωπα, θεσμούς, περιστάσεις και, συνολικά, με τη λειτουργία του κοινωνικού συστήματος. Αυτό σημαίνει, τελικά, ότι η κάθε οικογένεια, το κάθε σχολείο και, γενικά, η κάθε κοινωνία, στο πέρασμα του χρόνου έχουν διαμορφώσει τη δική τους κουλτούρα, μέσα από την αλληλεπίδραση που συντελείται ανάμεσά τους, η οποία αποτυπώνεται στη συμπεριφορά των μελών τους.

Διατυπώνοντας διαφορετικά την άποψη αυτή, υποστηρίζουμε ότι η συμπεριφορά του μέλους της ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτή εκδηλώνεται στην καθημερινότητά του και σε όλους τους τομείς, «προδίδει» την παιδεία που έχει αποκτήσει το μέλος μέσα από τη συμμετοχή και δραστηριοποίησή του στην οικογενειακή, σχολική και κοινωνική ζωή. Αυτό, λοιπόν, το είδος παιδείας επιδιώκουμε να αναδείξουμε μέσα από χαρακτηριστικά παραδείγματα της συμπεριφοράς του παιδιού, του νέου και, γενικά, του Ελληνα πολίτη. Ιδού, λοιπόν, ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία δεν χρειάζεται να καταβάλει κανείς μεγάλη προσπάθεια για να τα παρατηρήσει και να τα αντιληφθεί στην καθημερινότητα των Ελλήνων, λόγω του ότι εμφανίζονται με υψηλή συχνότητα:

• Ενας ανησυχητικός αριθμός μαθητών όλων των βαθμίδων, μετά τη χρήση του περιεχομένου, πετά τη συσκευασία ή ακόμη και το περιεχόμενο των αναλώσιμων προϊόντων (γαριδάκια, μπισκότα, τσίχλα…) στους κοινόχρηστους χώρους του σχολείου ή σε όποιον άλλο εξωσχολικό κοινόχρηστο χώρο βρεθεί (πεζοδρόμιο, δρόμο…).

• Ενας μειοψηφικός, αλλά σταθερός, αριθμός φοιτητών, επανειλημμένα και συστηματικά, γράφει συνθήματα, κατά κανόνα, ακραία, χυδαία και κυρίως πολιτικού περιεχομένου, όχι σε πανό αλλά στους τοίχους των πανεπιστημιακών κτιρίων, παραβιάζοντας κάθε κριτήριο αισθητικής και, προφανώς, καταστρατηγώντας τη δημόσια και ιδιωτική ιδιοκτησία.

• Οι επιφάνειες μνημείων, ανδριάντων και αγαλμάτων επικαλύπτονται και βεβηλώνονται, συχνά και απροκάλυπτα, με τουλάχιστον αντιαισθητικά συνθήματα και γκράφιτι, προσβάλλοντας τη μνήμη σημαντικών προσωπικοτήτων της ιστορίας, του πολιτισμού και γενικά της κοινωνίας.

• Η ποιότητα του πολιτικού λόγου και της συμπεριφοράς αρκετών πολιτικών προσώπων, όχι μόνο στις προεκλογικές τους διαδικασίες αλλά και μέσα στην ίδια τη Βουλή, είναι από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα «κουλτούρας» συμπεριφοράς.

• Η χρήση χυδαίων και προσβλητικών εκφράσεων ή του φασκελώματος παρατηρείται καθημερινά σε μεγάλη συχνότητα, ακόμη και για επουσιώδη ζητήματα και συμβάντα.

• Ενας απροσδιόριστος αριθμός οδηγών σταθμεύει το αυτοκίνητό του κατά τέτοιον ατομικιστικό τρόπο, ώστε να στερεί τουλάχιστον μία θέση στάθμευσης σε οδηγούς που αναζητούν να σταθμεύσουν τα αυτοκίνητά τους.

• Οι άκρες των μικρών και μεγάλων δρόμων και οι παραλίες, σχεδόν πανελλαδικά, «στενάζουν» από σκουπίδια, κυρίως άδεια πλαστικά μπουκάλια νερού, κύπελλα καφέ, αποτσίγαρα, αποφάγια κ.ο.κ.

• Το πέταγμα του αποτσίγαρου ή ακόμη και του άδειου πακέτου από το παράθυρο του αυτοκινήτου και το άδειασμα του σταχτοδοχείου του αυτοκινήτου στους φωτεινούς σηματοδότες αποτελούν συνηθισμένη καθημερινή ενέργεια.

Επίσης, συνηθισμένο φαινόμενο αποτελούν:

• Η μεγάλη συχνότητα σε βανδαλισμούς και καταστροφές των στεγάστρων των αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιακών φορέων και των τηλεφωνικών θαλάμων.

• Τα αναρίθμητα συνθήματα στους τοίχους των κατοικιών και οι δολιοφθορές σε σταθμευμένα αυτοκίνητα.

• Η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη, του μονόδρομου, καθώς και η αφαίρεση της προτεραιότητας από αρκετούς οδηγούς θεωρείται όχι μόνο φυσιολογική αλλά και «μάγκικη» κοινωνική στάση κ.λπ.

Αυτές και πολλές άλλες περιπτώσεις συμπεριφοράς οδηγούν στη διαπίστωση ότι ένας ερευνητικά απροσδιόριστος και, ασφαλώς, ανησυχητικός, αριθμός Ελλήνων πολιτών, σχεδόν όλων των ηλικιών, δίνει καθημερινά και συχνά δείγματα έλλειψης παιδείας, η οποία αποτυπώνεται στη συμπεριφορά τους με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την αγένεια, την έλλειψη σεβασμού και αισθητικής, την ασυνέπεια, την ανευθυνότητα κ.ο.κ. Αυτά τα δείγματα συμπεριφοράς, που, ενδεχομένως, από ορισμένους να εκλαμβάνονται ως «μικρής» πολιτισμικής και κοινωνικής εμβέλειας και σημασίας, φανερώνουν παγιωμένες αντιλήψεις, νοοτροπίες και πρακτικές, οι οποίες, όμως, αφενός δύσκολα ανατρέπονται γιατί ενισχύονται από τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, με γνωρίσματα, π.χ., την ανοχή και την ατιμωρησία, και αφετέρου απηχούν στην πράξη τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του στη διαχείριση των προσωπικών και κοινωνικών ζητημάτων. Ολα αυτά, πέραν των γνωρισμάτων της επικρατούσας κουλτούρας, οδηγούν σε μια απαισιόδοξη διαπίστωση ότι η λειτουργία και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας, σε ζητήματα παιδείας και κοινωνικής συμπεριφοράς, δεν διαγράφεται ιδιαίτερα ευοίωνο. Η διαπίστωση αυτή έχει τη σημασία της, δεδομένου ότι η λειτουργία των θεσμών και συνολικά του κοινωνικού συστήματος εξαρτάται από τις αξίες, τους κανόνες και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι πολίτες μιας κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής επικοινωνίας και δραστηριοποίησής τους.

* Ο κ. Χαράλαμπος Κωνσταντίνου είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ